Παρασκευή, Απριλίου 13, 2007

Γκρην Γκράχαμ, Το τέλος μιας υπόθεσης

Βαθύ, διεισδυτικό, ουσιώδες, ενδιαφέρον (με την έννοια ότι σε συναρπάζει). Ιστορία «αγάπης και μίσους», όπως επιμένει ν’ αναφέρει ο συγγραφέας. Ένας τρομερός έρωτας (πολύ δυνατά παρουσιασμένος, βλ. ιστορία με κρεμμύδια, σελ. 56) συνδέει μια παντρεμένη γυναίκα κι έναν σκεπτικιστή, άθεο συγγραφέα- παρατηρητή (που διακρίνει την ουσία σε κάποιες λεπτομέρειες και επεξεργάζεται συναισθήματα και πράξεις εκ των υστέρων). Η κοπέλα είναι άμεση κι αυθόρμητη, τον εκπλήσσει με την ευθύτητά της και την ειλικρίνειά της (σ’ αντίθεση μ’ αυτόν που, όντας αθεράπευτος ζηλιάρης, «παίζει παιχνίδια» και υποδύεται ρόλους κρύβοντας τα’ αληθινά του αισθήματα) και δε φέρει καμιά ενοχή που απατά τον άνδρα της.
σελ. 56:
Είναι δυνατόν να ερωτευτεί κάποιος πάνω από ένα πιάτο με κρεμμύδια; Μοιάζει απίθανο, κι όμως, θα μπορούσα να ορκιστώ πως εκείνη ήταν η στιγμή που την ερωτεύτηκα. Δεν ήταν βέβαια, απλώς τα κρεμμύδια- ήταν η ξαφνική συνειδητοποίηση της ξεχωριστής γυναίκας, της ειλικρίνειας που τόσο συχνά αργότερα θα μου έδινε δυστυχία κι ευτυχία μαζί.
σελ. 38:
- Με τον υπόγειο είναι πιο γρήγορα, είπα.
- Το ξέρω, μα δεν ήθελα να έρθω γρήγορα.
Πολύ συχνά μ’ έφερνε σε αμηχανία λέγοντάς μου την αλήθεια.(…) Όμως, ποτέ δεν έπαιζε το παιχνίδι της υποκρισίας, και ξαφνικά, χωρίς να το περιμένω, τσάκιζε τις επιφυλάξεις μου λέγοντάς μου κάτι τόσο γλυκό και μεγάλο
.
σελ. 65:
«Ποτέ δεν αγάπησα τίποτα και κανέναν, όπως αγαπώ εσένα». Έτσι όπως ήταν καθισμένη στην καρέκλα, με το μισοφαγωμένο σάντουιτς στο χέρι της, έμοιαζε να παραδίνεται τόσο απόλυτα, όσο απόλυτα μου’ χε δοθεί πριν πέντε λεπτά στο πάτωμα. Οι περισσότεροι από εμάς διστάζουν να κάνουν μια τόσο ξεκάθαρη δήλωση. Θυμόμαστε, προβλέπουμε, αμφιβάλλουμε. Εκείνη δεν είχε αμφιβολίες. Μονάχα η στιγμή είχε σημασία. Λένε πως η αιωνιότητα δεν είναι μια παράταση του χρόνου αλλά μια απουσία του, και πολλές φορές μου φαινόταν πως αυτή της η παράδοση άγγιζε τούτο το άγνωστο μαθηματικό σημείο του άπειρου, ένα σημείο δίχως διάσταση, που δεν καταλαμβάνει κανένα χώρο.
σελ. 59:
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε. Έπιανε πάντα γρήγορα το νόημα που κρυβόταν πίσω από ένα φιλί•τον ψίθυρο μέσα στη σκέψη.
Το κεντρικό επεισόδιο είναι η σκηνή του όρκου. Η κοπέλα, που δε φαίνεται καθόλου θρήσκα, αντίθετα, δεν έχει καμιά ενοχή, όταν μετά από κάποιο βομβαρδισμό βλέπει τον αγαπημένο της νεκρό, ορκίζεται στον θεό ότι, αν της τον φέρει πίσω, δεν πρόκειται να τον ξαναδεί ποτέ. Έτσι, όταν ξαφνικά τον βλέπει μπροστά της ολοζώντανο, συμπεριφέρεται παράξενα κι εξαφανίζεται από τη ζωή του.
Από κει και πέρα αρχίζει η παρεξήγηση. Η σχέση αγάπης και μίσους. Το βιβλίο φαίνεται να πραγματεύεται αυτή τη χέση, και βασικά τη δύναμη της αγάπης σε όλα τα επίπεδα (φιλία, ερωτική σχέση, θεό). Ο σκεπτικισμός του ήρωα σώζει το βιβλίο από το να είναι προπαγάνδα υπέρ της θρησκείας. Αυτό που κατά τη γνώμη μου προβάλλεται πρωταρχικά στο βιβλίο είναι πώς η ζωή σού θέτει ερωτήματα τα οποία καλείσαι επειγόντως να απαντήσεις με πράξεις• πώς, το μόνο που διαθέτει ο άνθρωπος ως όπλο είναι η δύναμη που δεσμεύεται στην απόφαση μιας θυσίας• πώς, μόνο εξω-λογικά μπορείς να πιστέψεις σ’ αυτή τη δύναμη και πώς η λογική διαρκώς ελέγχει την αξιοπιστία της. Ο συγγραφέας, μέσα από τον ήρωα θέτει συνέχεια σε αμφισβήτηση την ύπαρξη του θεού ( δε συζητάμε για την εκκλησία και τους εκπροσώπους της, τους οποίους κυριολεκτικά γελοιοποιεί) ενώ η υπόθεση- πλοκή («τιμωρία» της κοπέλας που τελικά «παρέβη» τον όρκο, θεραπεία των ανάπηρων κ.λ.π.) δίνει λαβή στο να θεωρήσεις ότι δικαιώνει τελικά τη θρησκεία. Βέβαια/όμως, η «τιμωρία» αυτή, παρουσιάζεται και σαν αυτοτιμωρία, δηλαδή φαίνεται ότι η κοπέλα, απ’ τις ενοχές της και τη σύγκρουση που δεν μπορεί ν’ αντέξει, παραιτείται κι αφήνει τον εαυτό της ν’ αρρωστήσει. Κάποιος δηλαδή ορθολογιστής θα μπορούσε να ερμηνεύσει έτσι την κατάληξη (εφόσον δίνει τέτοια στοιχεία ο Γκρην) και νομίζω, αυτή η τέλεια ισορροπία, η αμφισημία,(η αλληλεξουδετέρωση των δογμάτων) μεταξύ ορθολογισμού και θρησκοληψίας αποτελεί και το μεγαλείο του βιβλίου.(στην αντίστοιχη ταινία, ο σκηνοθέτης «δικαιώνει» τη χριστιανική οπτική, κατά τη γνώμη μου απαράδεκτη κι αυθαίρετη παρέμβαση)
σελ. 224, για τον παπά:
(…)…για να γλυτώσω απ’ αυτήν την καταπιεστική παρουσία. Είχε πάντα έτοιμη την απάντηση κι ένας ερασιτέχνης δε μπορούσε ποτέ να τον στριμώξει. Ήταν σαν τον ταχυδακτυλουργό που σου φέρνει πλήξη με τη μεγάλη του επιδεξιότητα.
σελ. 235-6:
Όταν πιάνω να γράψω ένα βιβλίο, υπάρχει πάντα κάποιος απ’ τους χαρακτήρες μου που αρνείται πεισματικά να ζωντανέψει.(…). Οι άγιοι, θα έλεγε κανείς, Δημιουργούνται μόνοι τους κατά κάποιον τρόπο. Ζωντανεύουν. Είναι ικανοί να αιφνιδιάσουν με μια τους πράξη ή με μια τους κουβέντα. Στέκονται έξω από την πλοκή, χωρίς αυτή να τους επηρεάζει. Όμως εμείς χρειαζόμαστε σκούντημα. Είμαστε αλυσοδεμένοι με την πλοκή και αποκαμωμένος θεός μας σπρώχνει εδώ κι εκεί, σύμφωνα με τους σκοπούς του- νούμερα χωρίς ποίηση, δίχως ελεύθερη βούληση, που η μοναδική μας ίσως αξία είναι ότι κάποτε, κάπου, εξυπηρετούμε σαν κομπάρσοι μια σκηνή στην οποία ένας χαρακτήρας ζωντανός κινείται και μιλά.
Η δομή είναι κάπως πρωτότυπη: ο ήρωας αφηγείται τοποθετώντας το «τώρα» τη στιγμή που ξανασυναντά τον απατημένο σύζυγο-φίλο του μετά από δυο χρόνια εξαφάνισης. Κάνει φλας-μπακ αλλά και αναφορές στο μέλλον, στο τέλος δηλαδή της ιστορίας, όπως κάποιος που εξιστορεί κάποιος που γνωρίζει ήδη την κατάληξη.* Η συνοχή δηλαδή είναι οργανική με βάση τις σκέψεις του πρωταγωνιστή, όχι τη χρονολογική σειρά. Η ροή παρόλ’ αυτά και η συνοχή της αφήγησης είναι αξιοθαύμαστα.

* Χαρακτηριστική η αρχή: «Μια διήγηση δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Αυθαίρετα διαλέγουμε τη στιγμή που θα κοιτάξουμε πίσω ή μπροστά».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου