Το βιβλίο αυτό αποτελεί συνέχεια του αυτοβιογραφικού έργου του Κοιυρτσάκη «Σαν μυθιστόρημα». Ξεκινά «in medias res”, με μια σκηνή όπου ο ήρωας στέκεται κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του – αρκετά προσελκυστικό. Στη συνέχεια σε ξενίζει το γ’ ενικό, σε συνδυασμό με τον πολύ προσωπικό, ημερολογιακό, εσωτερικό τόνο. Δηλαδή, ενώ το συγγραφικό εγώ συμπίπτει με τον ήρωα, υπάρχει η απόσταση του γ’ ενικού.
Ο πρωταγωνιστής εκφράζει τις πιο εσωτερικές σκέψεις με αφορμή κάποια επιλεγμένα, οριακά περιστατικά (όχι τόσο σημαντικά/βαρύγδουπα με πρώτη ματιά). Σου δίνει την αίσθηση ότι φλυαρεί και περιττολογεί, ενώ παρ/λα υπεργενικεύει και βγάζει αφοριστικά συμπεράσματα (π.χ. τον απέπεμψαν οι γονείς της φιλενάδας του και, χωρίς να περιγράχει καθαρά το περιστατικό, αναλύεται σε συμπεράσματα περί Γάλλων, Ελλάδας, ελλην. φιλοξενίας, κ.λ.π. )
Η ανωριμότητα του νεαρού – τότε- ήρωα αντανακλά (σκόπιμα;) και στο γράψιμο, στο ύφος. Το πρώτο μισό είναι κάπως κουραστικό, αν και σε κρατεί ο εσωτερικός τόνος και η ελπίδα ότι θα «καθαρίσει» αυτό που αναζητά, δηλαδή κάποιο νόημα. Έχεις πειστεί δηλαδή, για τις ειλικρινείς προθέσεις του ήρωα- συγγραφέα να βρει μιαν «αλήθεια», μια «διαχρονική αξία».
Παρόλο που είναι κουραστικό αυτό το μέρος του βιβλίου, ξεχωρίζουν φράσεις που προοιωνίζουν κάποια ωριμότητα:
(σελ. 16):
Πόσο θα’ θελε να είχε έρθει τώρα αυτή η μέρα, να ήταν κιόλας ώριμος! Για την ώρα, το τραγούδι του (στην κοπέλα), δεν είναι παρά μια αδύναμη υπόσχεση, ένα μπουμπούκι εκτεθειμένο σε άπειρους κινδύνους- τάχα θα φτάσει μια μέρα ίσαμε τον καρπό; (…) Γιατί, γιατ’ι να μην μπορεί να πει εδώ και τώρα τις ανεκτίμητες στιγμές που ζει μαζί της και που περνάνε τόσο γρήγορα- ποιος ξέρει αν δεν έχουν κιόλας οριστικά περάσει; Γιατί να μην μπορείς να εκφράσεις τη ζωή όσο τη ζεις;
σελ 70:
Πώς να πεις στην ξένη γλώσσα τα αισθήματα που έδωσαν σ’ εσένα η χειμωνιάτικη λιακάδα και τα δρομάκια της δικής σου πόλης κ.λ.π.(…)
Να όμως που η γλώσσα του τα θυμάται όλα τούτα.(…) Η γλώσσα του τον ακολουθεί κάθε στιγμή- ακόμα κι όταν αυτός δεν το συναισθάνεται. Η γλώσσα του τον «ξέρει»- κι ας μην την ξέρει όσο θα’ πρεπε αυτός.
Όσο ο ήρωας συγγραφέας ενηλικιώνεται, η σκέψη του, τα θέματα που τον απασχολούν αλλά και το ύφος του ωριμάζουν. Ακόμα κι όταν καταπιάνεται με χιλιοειπωμένα και τετριμμένα θέματα (π.χ. η αλλοτρίωση, ο καταναλωτισμός, το σούπερ μάρκετ κ.α.), υπάρχουν φράσεις «γνήσιες», που δηλώνουν μια εσωτερικότητα και σου θυμίζουν κάτι, οπωσδήποτε, από τη δική σου ενηλικίωση. Επιλέγω τυχαία:
(σελ.250-1) Πώς να συναρμολογήσεις όλες αυτές τις ασύνδετες εικόνες κι όλα τα πρόσωπα: τους βοσκούς της Κρήτης και τους ανθρώπους- ρεκλάμες της Βουλιαγμένης, τους μεροκαματιάρηδες της Ομόνοιας και τους αργόσχολους νεαρούς του Κολωνακίου κ.λ.π. (…)
Τώρα λοιπόν το καταλαβαίνει: αυτό το αίσθημα του κενού, που τον βασάνιζε από τα χρόνια του σχολείου όταν περιπλανιόταν μόνος στους δρόμους της Αθήνας, δεν ήταν μόνο η μεταφυσική αγωνία της δικής του εφηβείας· καθρέφτιζε πριν απ’ όλα μέσα του το κενό της σημερινής Ελλάδας, την αντικειμενική αδυναμία της να υπάρξει, έτσι που χτιζόταν και γκρεμιζόταν και ξαναχτιζόταν πάλι απ’ την αρχή, σαν το γεφύρι της Άρτας, χωρίς να πατάει ποτέ σε κάποιο στέρεο θεμέλιο.
Το ενδιαφέρον εντείνεται στις 100 τελευταίες σελίδες, όπου τα βασικά θέματα είναι η σχέση Ανατολής/ Δύσης, η ελληνική ταυτότητα, σχέση παράδοσης και σύγχρονου κόσμου, λαϊκότητα, καρναβάλι, Καραγκιόζης. Η προσέγγιση είναι βιωματική (κορυφαίο βίωμα η «χειραψία του άγνωστου βοσκού, του «Τραμουντάνη»- «που τον σταμάτησε καταμεσής της αγοράς, του έσφιξε με δύναμη το χέρι και, κρατώντας το έτσι για πολλή ώρα, βάλθηκε να του τραγουδάει – να τραγουδάει γι’ αυτόν προσωπικά- το αποκριάτικο κι όμως αργόσυρτο, λυπητερό, θα’ λεγες πένθιμο τραγούδι της Κορέλας – κοιτάζοντάς τον με μεθυσμένο βλέμμα επίμονα, βαθιά μέσα στα μάτια».
Ασφαλώς το γεγονός αυτό καθαυτό κάποιον άλλον δεν θα τον συγκλόνιζε, ιδιαίτερα αν είχε βιώματα από την παιδική ηλικία τέτοια. Ο αστικής όμως καταγωγής Κιουρτσάκης σημαδεύεται από παρόμοια περιστατικά (που του δίνουν έναυσμα ν ‘ασχοληθεί και θεωρητικά με τους μύθους, τον Καραγκιόζη κ.λ.π.)
(σελ. 274):
Έπρεπε να’ ρθει εκείνη η νύχτα με το πρωτόγονο καρναβάλι της (…), έπρεπε ν’ ακούσω το σχεδόν πένθιμο τραγούδι μεσ’ στην ομόθυμη χαρά, για να δοκιμάσω μέσα μου αυτήν την παρουσία που ξεπερνά τη νόησή μου…
Η περιγραφή αυτών των συνειδητοποήσεων είναι πολύ αναλυτική, σχεδόν φλύαρη, αλλά έχει μια γνησιότητα. Αν δεν υπήρχε αυτό το στίγμα της αυθεντικής αναζήτησης, θα προβάλλονταν οι αδυναμίες του ύφους, ενός ύφους υπερ- αναλυτικού, υπέρ- κατονομαστικού, υπέρ- εμφατικού (ωστόσο, αυτή η υπερ-ανάλυση, η έμφαση, η κατονομασία, αποτελεί και την αρετή του βιβλίου στις τελευταίες σελίδες). Έντονο προφορικό ύφος, με πολλές ρητορικές ερωτήσεις κι επιφωνηματικές προτάσεις του τύπου «Πώς θα’ θελε να…» ή «Γιατί να μην μπορεί να…» κ.λ.π.
Η ενότητα η τελευταία («Όπου η ιστορία ξαναρχίζει αλλιώς») είναι και η πιο «ζουμερή». Οριοθετείται από τη μεταπολίτευση, και ουσιαστικά από την αλλαγή της θεώρησης του κόσμου, μετά την καταλυτική συνάντηση με τον Τραμουντάνη. Οι σελίδες 320-325 περικλείουν όλο το απόσταγμα της αναζήτησης του συγγραφέα, κι ασφαλώς δεν μπορώ να τ’ αντιγράψω όλα («Τώρα ήξερε καλά ότι το δράμα που του είχε αποκαλύψει η χούντα δε μπορούσε να τελειώσει με την κατάρρευση της χούντας, γιατί παιζόταν πολύ πέρα από την Ελλάδα (…) ένιωθε όλο και πιο επιτακτική την ανάγκη να πάρει τις αποστάσεις του από την τρέχουσα ζωή και να κοιτάξει απ’ όσο γινόταν πιο μακριά τον κόσμο μας (…) να διακρίνει πίσω απ’ τη σύγχυση των γεγονότων το οικουμενικό μας δράμα».)
(σελ. 325):
Ο Καραγκιόζης δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα «κλαράκι» στο πελώριο δέντρο της ελληνικής παράδοσης. Άραγε, αν μελετούσε σε βάθος το «κλαράκι του», αν το παρατηρούσε προσεκτικά στο μικροσκόπιο για να μάθει πώς και από τι ήταν καμωμένο, δε θα γνώριζε καλύτερα όχι μόνο το δέντρο, αλλά και το απέραντο δάσος που το περιείχε;- τον ίδιο τον πολιτισμό και την ανθρώπινη δημιουργία γενικά.
Στις σελίδες 339 και μετά το «κλαδάκι» τον έχει οδηγήσει πια στη γνώση ότι «κάθε ‘εγώ’ χάνεται και συνάμα διασώζεται μέσα στον άλλον, ο άλλος μέσα στον άλλον και τελικά όλοι μαζί στο ‘εμείς’ ενός ασύλληπτου συλλογικού δημιουργού. Η «άλλη φωνή» είναι η φωνή της ίδιας της κοινότητας».
Στη σελίδα 343 αναφέρεται με στρωτό και αβίαστο τρόπο, όπως προκύπτει από τα προηγούμενα, στον τίτλο: «όμως δεν φτάνει να λέμε ‘εμείς’ και προπαντός, δεν πρέπει να μένουμε προσκολλημένοι εσαεί στο ‘εμείς οι άλλοι’, αφού οι ‘άλλοι’ δεν παύουν να μας μεταμορφώνουν· αφού, χωρίς αυτούς τους ‘άλλους’, εμείς δεν θα υπήρχαμε».
Και παρακάτω, η μεγαλειώδης φράση: «Όχι, το ‘κλαδάκι’» του δεν τον πρόδωσε- σωστά το είχε προαισθανθεί από την αρχή πως θα του δίδασκε κάτι σπουδαίο για το δάσος (…) αρκεί να προσηλωθείς σ’ ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, όσο μικρό κι αν είναι, και ν’ αναζητάς σ’ αυτό με πάθος τον πυρήνα, το πρώτο πρώτο κύτταρο, που -δεν μπορεί- κάποτε θα σου φανερώσει την υφή του κόσμου».
Το απρόσωπο γ’ ενικό, στη σελίδα 359, μετά την αποκάλυψη δηλαδή που γίνεται στον συγγραφέα και με τη βοήθεια των γραμμάτων του νεκρού αδελφού, γίνεται πρόσωπο, γίνεται «Γιάννης». Το όνομα «χτυπάει», και δεν μπορείς παρά να σκεφτείς ότι ο ήρωας, μετά από τόση αναζήτηση, ανασφάλειες, πισωγυρίσματα, αμφιβολίες και αγωνίες βρίσκει την ταυτότητά του. Είναι το σημείο όπου συνειδητοποιεί ότι « όσο εξειδικευμένες κι αν ήταν οι μελέτες του, του έδωσαν τη δυνατότητα ν’ ατενίσει απέραντες εκτάσεις και να μιλήσει για πράγματα που μήτε μπορούσε να τα φανταστεί σαν ξεκινούσε» και «το πιο θαυμάσιο: απόψε έγραψε, για πρώτη φορά ίσως, λίγες γραμμές λογοτεχνίας». Ο Γιάννης επομένως, αποκτά ταυτότητα, ανεβαίνει ένα σκαλοπάτι στη σκάλα της αυτογνωσίας. Και δεν είναι τυχαίο που και στην τελευταία σελίδα υπάρχει για μοναδική φορά το «εγώ» ένα παιχνίδι ανάμεσα στο γ’ ενικό («σε τούτη τη στιγμή- αιωνιότητα που μόλις έζησε- γι’ αυτόν πέρασε κιόλας- κι ωστόσο διαρκεί πάντα για μένα που γράφω» κ.λ.π.), μια νέα βαθμίδα δηλ. στη συνειδητοποίηση του εαυτού.
Τέλος, θέλω να επισημάνω ότι, από ιδεολογικής άποψης, οι θέσεις του συγγραφέα περί ελληνικότητας, παράδοσης, λαϊκού πολιτισμού κ.λ.π., σε μα εποχή εθνικιστικών εξάρσεων και αναζητήσεων, είναι όχι μόνο πολύ «υγιείς» και προοδευτικές, αλλά πολύ βαθιά στηριγμένες, θεμελιωμένες και αναλυμένες. Αυτό είναι ένα στοιχείο που οπωσδήποτε εντυπωσιάζει, δηλαδή ότι δεν υπάρχει ίχνος δογματισμού σχετικά μ’ αυτά τα τόσο λεπτά ζητήματα, αλλά βάθος και ουσία.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου