Σε πολύ προσωπικό και εξομολογητικό τόνο ο έφηβος αφηγητής Ζίγκι καταγράφει την «περιπέτεια συγγραφής» της ‘Εκθεσης ιδεών (στα γερμανικά: deutschstunde) που του επιβλήθηκε ως σωφρονιστική ποινή στο αναμορφωτήριο όπου τον έκλεισαν, την εποχή της ανόδου του ναζισμού (πριν τον πόλεμο και κατά τη διάρκειά του). Ο τίτλος της έκθεσης, καθοριστικής σημασίας για το περιεχόμενο του βιβλίου, είναι : «Οι χαρές του καθήκοντος». Ο νεαρός Ζίγκι, μη μπορώντας να εκφράσει σε δυο ώρες μόνο τις σκέψεις του, παραδίδει λευκό τετράδιο, και ως τιμωρία εισπράττει την εντολή να μπει στην απομόνωση, όπου αρχίζει την ατέλειωτη αφήγησή του. ‘Οταν μάλιστα, κρίνεται ότι η τιμωρία του έχει εκτιστεί και με το παραπάνω (105 ημέρες!), εκείνος επινοεί τρόπους ώστε να συνεχίσει (Πήρα βαθιά ανάσα. ‘Υστερα ανέβηκα στο γραφείο του διευθυντή. Κουβαλούσα ολόκληρο απόθεμα πιθανών απαντήσεων μαζί μου, τουλάχιστον ήξερα τι έπρεπε ν’ απαντήσω σε πιθανές ερωτήσεις-παγίδες. Δεν ήθελα να δεχτώ χωρίς αντίρρηση διακοπή του μαθήματος των Γερμανικών., ήθελα να είμαι συνεπής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήμουν έτοιμος ν’ αγωνιστώ γιαμ την συνέχιση της τιμωρίας μου.)
Ο συγγραφέας δεν κάνει διάκριση των μερών που αποτελούν αυτή καθ’ αυτή την έκθεση/εργασία από την αφήγηση των γεγονότων μέσα στο σωφρονιστήριο, κι είναι κι αυτό εντέλει μια από τις αρετές του.
Έτσι, βυθιζόμαστε μαζί με τον Ζίγκι σ’ ένα πέλαγος αναμνήσεων που ανατρέχουν στα παιδικά του χρόνια, σε μια επαρχιακή περιοχή της Ανατ. Γερμανίας (Ρουγκμπύλ- ακτές της Βόρειας θάλασσας). Κεντρικό πρόσωπο, που εκπροσωπεί παράλληλα και την τρέχουσα αντίληψη περί καθήκοντος, ο πατέρας του παιδιού, χωροφύλακας του Ρούγκμπιλ, πειθήνιο όργανο της τάξης και εκτελεστής/τηρητής του νόμου περί απαγόρευσης της ελεύθερης έκφρασης της τέχνης. Συμπρωταγωνιστής και πρότυπο του παιδιού, ο ζωγράφος Μαξ Λούντβιχ Νάνσεν, που παραπέμπει στον εξπρεσσιονιστή ζωγράφο ‘Εμιλ Νόλντε.
Σελ. 61:
Ο ζωγράφος κοίταξε έξω τον άνεμο, το σκοτάδι πάνω απ’ την θάλασσα, όπου πιθανότατα συνέβαινε πάλι κάτι που μονάχα αυτός μπορούσε να διακρίνει με τα γκρίζα υπομονετικά του μάτια. Είχα μάθει να ξεχωρίζω κιόλας πότε ήταν βυθισμένος στο αγνάντεμα αθέατων περιστατικών, κινήσεων, παρουσιών. Έφτανε να τον παρατηρήσω, δε χρειαζόταν καν να παρακολουθήσω το βλέμμα του για να ξέρω ότι είχε συγκεντρώσει την προσοχή του στον φανταστικό κόσμο που ξύπναγε το μάτι του παντού: βασιλιάδες της βροχής, συννεφομαζώχτες, περιπατητές των κυμάτων, καπετάνιους του αγέρα, ανθρώπους της ομίχλης, τους μεγάλους φίλους των μύλων, της αμμουδιάς και των κήπων: ανασηκώνονταν και του παρουσιάζονταν μόλις το βλέμμα του τους λεφτέρωνε απ’ τη σκυφτή κρυφή ζωή τους.
Έτσι, μέσα απ’τη φρέσκια ματιά του νεαρού ήρωα, παρακολουθούμε την περιπέτεια της καλλιτεχνικής έκφρασης του ασυμβίβαστου κι ελεύθερου πνεύματος ζωγράφου, και την σύγκρουσή του φυσικά με τον συγχωριανό του, χωροφύλακα του Ρούγκμπυλ. Οι σχετικές σκηνές γινονται κωμικοτραγικές, εφόσον η πικρή σάτιρα στρέφεται έναντι του παραλογισμού της εξουσίας, όπως στη σελ. 163, όπου ο ζωγράφος μας ζωγραφίζει- παράνομα- ένα ηλιοβασίλεμα, αλλά παραδίδει στον χωροφύλακα άγραφα φύλλα, ισχυριζόμενος ότι «οι στάμπες δεν πέτυχαν ακόμα. Όλα είναι πολύ διακοσμητικά. Μια διακοσμητική αλληγορία». Ο Τίμσεν (άσχετος): «Δε βλέπω τίποτα απολύτως. Και να με καθαρίσετε, εγώ δε βλέπω τίποτα». Ο ζωγράφος, γυρίζοντας σε μένα: «Κι εσύ, Βιτ Βιτ; Εσύ όμως το βλέπεις το ηλιοβασίλεμα, ε;» Εγώ (σηκώνοντας τους ώμους): «Δεν ξέρω. Όχι ακόμα». Ο χωροφύλακας παίρνει όλα τα φύλλα στο χέρι, τα εξετάζει, τα κρατάει ένα ένα κόντρα στο φως και πετάει όλη τη στοίβα πάνω στο τραπέζι): «Εμένα δε θα με ξεγελάσεις». Ο ζωγράφος: «Τι περίμενες; Σ’ το’ πα πως δε μπορώ να σταματήσω. Κανένας μας δεν μπορεί να σταματήσει. Μια και σεις είσαστε ενάντια στο ορατό, πιάνομαι κι εγώ από τ’ αόρατο. Κοίταξέ το καλά: το αόρατό μου ηλιοβασίλεμα με τ’ ακρογιάλι».
Κορυφαίο και πολύ χαρακτηριστικό το επεισόδιο με τον πίνακα με «τον άνθρωπο με το κόκκινο παλτό» (σελ. 198), έναν πίνακα που κομμάτιασε ο ζωγράφος μπροστά στα μάτια του Ζίγκι και του πατέρα του ενώ στη συνέχεια περιμάζεψε ο Ζίγκι τα χαρτάκια, έκανε ολόκληρη μανούβρα για να ξεγελάσει τους άλλους και συγκόλλησε τα κομμάτια συγκροτώντας απ’ την αρχή τον πίνακα και φυλάγοντάς τον. Είναι εκπληκτική η περιγραφή όχι μόνο των αντιδράσεων και των συναισθημάτων του ήρωα, αλλά και των πινάκων, κι όλες οι καλλιτεχνικές και αισθητικές «παρατηρήσεις», αυτή η διαφορετική «ματιά» με την οποία μπορείς να βλέπεις τον κόσμο:
«Όλα βρίσκονταν στη θέση τους, ωστόσο το κάθε τι έμοιαζε κάθε μέρα διαφορετικό με τις εναλλαγές του φωτός, με τις εναλλαγές του ουρανού, και πόσες εκπλήξεις δε μου ετοίμαζε κάθε μέρα η Βόρεια Θάλασσα κ.λ.π. (...)Ή ο άνεμος: τη μια σφύριζε μέσα απ’ τις ακτίνες και διασκέδαζε και του’ρχόταν να ξεκαρδιστεί στα γέλια όταν σ’ έκανε να παραπαίεις, έπειτα σου’ριχνε θυμωμένος το αδιά βροχο στα μούτρα ή σ’ έκανε να κουτρουβαλήσεις στο ανάχωμα. Τι συχνά που αλλάζουν όλα εδώ πέρα, καθημερινά, ώρα με την ώρα, πόσο συχνά σκέφτεσαι τις διαφορές, μπορεί και ν’ αναστατωθείς μ’ αυτές τις διαφορές, αρκεί να το θελήσεις»
Και στη σελ.377-8:
« Ξέρεις τι θα πει να βλέπεις; Να πολλαπλασιάζεις. Να βλέπεις θα πει να διαπερνάς και να πολλαπλασιάζεις. Ή και να εφευρίσκεις. Για να μοιάζεις στον εαυτό σου, πρέπει να εφευρίσκεις τον εαυτό σου, ξανά και ξανά, με κάθε ματιά.(...++) Αρχίζει κανένας να βλέπει όταν πάψει να παίζει τον παρατηρητή, κι εφευρίσκει εκείνα που έχει ανάγκη: τούτο το δένδρο, τούτο το κύμα, τούτη την αμμουδιά».
Η σύγκρουση ανάμεσα στα δυο αντιδιαμετρικά πατρικά πρότυπα αλλά κι ανάμεσα στις αντίθετες μεταξύ τους αντιλήψεις περί «καθήκοντος», μεταφέρεται και στην ψυχή του Ζίγκι, αλλά η λατρεία του στα έργα του ζωγράφου μετατρέπεται σε αρρωστημένη μανία να περισυλλέγει τα απειλούμενα έργα, να τα συντηρεί, να τα κρύβει. Κατάλληλη αρχικά κρυψώνα ήταν ένας παλιός ερειπωμένος μύλος, όπου εκτός από τα απαγορευμένα έργα, κρύβεται και το «μαύρο πρόβατο» της οικογένειας, ο αδελφός του ήρωα, Κλάας (παρακολουθούμε παράλληλα και την ιστορία του σιωπηρά ασυμβίβαστου Κλάας, καθώς και τη σχέση με τους καθηκοντόπληκτους γονείς (πολύ άσπλαχνη η μάνα)). Κορύφωση στην όλη πλοκή, η πυρκαγιά του μύλου, που σημαίνει εξαφάνιση της συλλογής των έργων του ζωγράφου, και όχι μόνο. Αυτή η «περιπέτεια» δημιουργεί αρρωστημένη αντίδραση στον Ζίγκι, ένα είδος ψυχωσικής εμμονής που οδηγεί στην άμεση σύγκρουση με τον πατέρα, στην περισυλλογή έως και κλοπή έργων ακόμα κι όταν καταργήθηκε η απαγόρευση, και στη συνέχεια στη σύλληψη και προσαγωγή του στο αναμορφωτήριο (όπου τον παρακολουθεί και μια ομάδα ψυχολόγων).
Εξίσου όμως ψυχωσικός αποδεικνύεται κι ο χωροφύλακας, ο οποίος «καταδιώκει» με τον τρόπο του τον ζωγράφο, ακόμα κι όταν ο τελευταίος γίνεται γνωστός, τελειώνει η περίοδος της απαγόρευσης και αναγνωρίζεται πλέον απ’ το καινούριο καθεστώς. Μια απ’ τις δυνατές στιγμές, στις σελ. 421-423, όπου ο κομισσάριος της περιοχής επισκέπτεται τον ζωγράφο για να του απονείμει τιμές, ενώ παράλληλα παρευρίσκεται, κατά τραγική ειρωνεία, ο χωροφύλακας, θέλοντας να «εκτελέσει» το καθήκον του. Η σκηνή είναι καθαρά κωμικοτραγική, εφόσον ο κομισσάριος θέτει ερωτήσεις του τύπου: «με ποιον τρόπο ελεγχόταν η τήρηση της απαγόρευσης;» ή «τι απέγιναν οι πίνακες που κατασχέθηκαν;» στην οποία ερώτηση ο ζωγράφος δίνει την εξής μεγαλειώδη απάντηση που αποτελεί και την αντιδιαμετρική αντίληψη του βιβλίου σχετικά με τις «χαρές του καθήκοντος»: «Τι δυνατότητες έχεις όταν θέλεις μονάχα να κάνεις το καθήκον σου και δεν περιμένεις τίποτα άλλο από τον εαυτό σου;»
Εκπληκτικό το τέλος, και από άποψη ουσίας, αλλά και από έκφραση.
Σημειώνω την τελευταία φράση (έχει ολοκληρωθεί η τιμωρία, πρόκειται να βγει απ’ το αναμορφωτήριο, και οραματίζεται τις τελευταίες του στιγμές πριν βγει):
« Μια χειρονομία και θα καθίσουμε, θα καθόμαστε (εκείνος κι ο διευθυντής του αναμορφωτήριου) ακίνητοι ο ένας απέναντι στον άλλον, ευχαριστημένοι, γιατί ο καθένας απ’ τους δυο μας θα έχει την αίσθηση ότι βγήκε νικητής».
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου