Κυριακή, Μαρτίου 11, 2007

Κάρλο Αντρέα Ντε, Σε μια στιγμή

Γλαφυρό, συναισθηματικό, εξομολογητικό. Κατά περίεργη σύμπτωση, ο ήρωας κι εδώ παθαίνει ένα ατύχημα με άλογο, στο κέντρο ιππασίας που διευθύνει με τη γυναίκα του. Κι αυτό το βιβλίο λοιπόν ξεκινά με μια αναλυτική περιγραφή του ατυχήματος σε α’ πρόσωπο απ’ τον πρωταγωνιστή- αφηγητή, γεγονός καταλυτικό για τη σχέση του με τη γυναίκα του, αλλά και για τις αποφάσεις που παίρνει στη συνέχεια για όλη του τη ζωή.
Πρόκειται για ένα πρότυπο κέντρο ιππασίας, ένα κέντρο φυσικής ιππασίας, όπως επισημαίνει ο ίδιος, όπου τα άλογα δεν τα ταλαιπωρούν και δεν τα ταπεινώνουν, σύμφωνα με την οικολογική συνείδηση του Λούκα, πράγμα που (ιδιαίτερα μετά το ατύχημα που οι ευθύνες βαραίνουν την Άννα), αναδεικνύει τις αντιθέσεις τους, αντίθεση ανάμεσα στον ιδεαλιστή ήρωα και την πραγματίστρια Άννα).
σελ. 46:
Εγώ όμως ταξίδευα προς τα πίσω, μέσα στη χημεία που κάνει δυο ανθρώπους που κάποτε ούτε καν γνωρίζονταν να μιλούν μεταξύ τους με την κρυφή και συγκρατημένη οργή δυο όντων που συμβιώνουν, ενώ φθείρονται απ’ την ίδια τους τη συμβίωση. Σκεφτόμουνα την αόρατη κολλητική ουσία που συνεχίζει να τους ενώνει ακόμα και όταν οι δημιουργικές και αισιόδοξες αιτίες της συνύπαρξής τους έχουν προ πολλού πάψει να υπάρχουν∙ τα ανθεκτικά νήματα της συνήθειας και της οικειότητας και της αυταπάτης, το φόβο του κενού.
Ο Λούκα γνωρίζει την Αλμπέρτα, τη γυναίκα που τον περιμάζεψε, και συνδέεται μαζί της με μια παράδοξη σχέση, απομακρύνεται από τη γυναίκα του, έχει χαρακτηριστικές συναντήσεις με τον εντεκάχρονο γιο του, και ερωτεύεται αμετάκλητα την αδελφή τής Αλμπέρτα, την Κιάρα, που τη συναντά με ακόμα πιο παράδοξο τρόπο. Το θέμα του βιβλίου είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, οι ερωτικές ή δυαδικές σχέσεις που διαγράφονται και εξελίσσονται μέσα από διαλόγους πολύ αληθινούς και ουσιαστικούς. Το μυθιστόρημα, όπως και το άλλο του Κάρλο, έχει ένα είδος θεατρικότητας και είναι βαθιά ερωτικό. Η σχέση με την Κιάρα εξελίσσεται σε μια απόλυτη ένωση, σωματική και ψυχική, την οποία παρακο-λουθούμε βήμα-βήμα, καθώς παρουσιάζονται και οι διάλογοι αλλά και αναλυτικότατα τα συναισθήματα του Λούκα (ίσως είναι ελαφρώς φλύαρος). Το μοτίβο της στιγμής έρχεται κι επανέρχεται συνέχεια:
σελ. 166***-167:
«Λες και το πεπρωμένο σου δίνει μία μόνο ευκαιρία, σε μία συγκεκριμένη στιγμή, τόσο σύντομη που οι περισσότεροι άνθδωποι ούτε που το καταλαβαίνουν, ή, αν το καταλάβουν, δεν έχουν την ετοιιμότητα να αντιδράσουν έγκαιρα».
«Κι εσύ;» είπε εκείνη, συνήθως την καταλαβαίνεις;»
«Δεν υπάρχει ΄συνήθως΄», είπα. «Συμβαίνει μόνο μια φορά, αν συμβεί».

Η ποθητή και απόλυτη ένωση επέρχεται μετά από ένα “crescendo” (σελ. 200):
Εκείνη κινήθηκε και σκέφτηκα πως ετοιμαζόταν να σηκωθεί και να γίνει ξαφνικά λογική , αλλά αντίθετα ήρθε προς εμένα και μου έδωσε ένα φιλί στα χείλια, και η επαφή επεκτάθηκε και μέσα σε μια στιγμή έφτασε στο βάθος κάθε ίνας μας και κάθε χιλιοστού των σωμάτων μας. Δεν είχα σκεφτεί πως θα μπορούσε να υπάρξει κάτι περισσότερο απ’ αυτό που είχε ήδη υπάρξει: πως θα ήταν δυνατόν να κινούμαστε χωρίς καμιά πρόθεση και κατεύθυνση και αντίληψη για τα πράγματα, συναποτελώντας μια Τρίτη οντότητα που πλέει πάνω στον εαυτό της με απέραντη βραδύτητα κσι συνεχείς εσωβτερικές επιταχύνσεις. Δεν είχα σκεφτεί πως θα ήταν δυνατόν να βρίσκεσαι μέσα στη στιγμή σε σημείο ώστε να είσαι η στιγμή. Είχα μνήμες από τις αισθήσεις στις άκρες των δακτύλων μου και από κινήσεις στα μπράτσα και από εικόνες στα μάτια, αλλά δε χρησίμευαν πια ούτε καν σαν αναφορές∙ είχαν μπει σε λειτουργία άλλες δυνάμεις, απείρως ισχυρότερες από εμάς.
Η σκηνή συνεχίζεται μεταξύ των δυο ερωτευμένων στο διάλογο που ακολουθεί, όπου φαίνονται ξεκάθαρα οι ψυχικές δυνάμεις που τους ενώνουν σ’ αυτό το φευγαλέο, ονειρώδες τοπίο όπου βρίσκεται ο καθένας. Η επικοινωνία είναι ουσιαστική και οι κινήσεις και τα λόγια καθοριστικά, σημαδιακά.
Η κορύφωση αλλά και η τελευταία σκηνή που βλέπουμε τους δυο ήρωες στη σελ. 207:
Επιστρέψαμε στο κρεβάτι όταν αρχίσαμε να κρυώνουμε πολύ και να μη βολευόμαστε σε καμία θέση. Ψιθυρίσαμε λόγια χωρίς σχήμα και μαζέψαμε τα σκεπάσματα από το πάτωμα σαν να ήταν πια ένα βαρύ δίχτυ. Αγκαλιαστήκαμε κοιλιά με πλάτη μέχρι που δεν υπήρχε πια ούτε ένα χιλιοστό απόστασης μεταξύ μας∙ δε θυμόμουνα ποτέ να είχα βρει έναν τόσο τέλειο συνδυασμό τοι κοίλου και του κυρτού.
Η πιο δυνατή σκηνή ωστόσο του βιβλίου ακολουθεί μετά, και είναι η τελευταία: ο Λούκα σηκώνεται νωρίς απ’ το κρεβάτι, αφήνει ένα σημείωμα στην Κιάρα και τρέχει στο σπίτι να ξεκαθαρίσει τη σχέση του με τη γυναίκα του. Είναι απόλυτα αποφασισμένος και γράφει σημειώματα δοκιμαστικά. Παρακολουθούμε από κοντά όλες τις μύχιες σκέψεις αλλά και τα σκαμπανεβάσματα ενός ανθρώπου που προσπαθεί σ’ ένα σύντομο σημείωμα να εκφράσει αποφάσεις και συναισθήματα που τινάζουν στον αέρα μια ολόκληρη ζωή. Όταν πια ετοιμάζει τη βαλίτσα του και στέκεται στο πλατύσκαλο, εμφανίζεται η ‘Αννα. Τα λόγια και οι χειρονομίες που ανταλλάσσουν είναι επίσης σημαδιακά, φάροι της νοοτροπίας του καθένα και της αβύσσου που τους χωρίζει. Σίγουρα πρόκειται για μια κάθαρση, αν και ο ήρωας ταλαντεύεται τόσο έντονα, ιδιαίτερα όταν συνειδητοποιεί ότι υπήρξε ανώριμος και ότι το πιθανότερο θα διαπράξει τα ίδια λάθη, που μας κάνει σε μια στιγμή να πιστεύουμε ότι θα επιστρέψει στην οικογενειακή ζωή. Παρόλα αυτά, στο τέλος (σελ. 234):
…χαιρέτησα την Άννα μέσα από το τζάμι του παραθύρου, με όλη την ευγνωμοσύνη και την αδυναμία και τη ματαιότητα και την αγωνία και τις τύψεις και την ανία και τη μνήμη για τα οποία ήμουν ικανός. Βρισκόμουνα ήδη στην καγκελόπορτα και στον δρόμο για την πόλη, έτρεχα σαν τρελός προς τη στιγμή.
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου