Απρόσμενα ελκυστκό και διεισδυτικό. Το ξεκίνησα με επιφύλαξη, να μην πω με προκατάληψη, βέβαιη ότι θα πρόκειται για κάποιο ακόμη εμπορικό βιβλίο. Ωστόσο, το άμεσο γράψιμο μού κίνησε το ενδιαφέρον απ’την πρώτη σελίδα. Κι όταν λέω «άμεσο», εννοώ προσωπικό, εξομολογητικό, συναισθηματικό ή μάλλον βιωματικό. Πρώτ’ απ’ όλα, η ηρωίδα-αφηγήτρια, που σε α΄πρόσωπο καταθέτει τις σκέψεις της, είναι εξαιρετικά συμπαθής. Με πλούσιο συναισθηματικό κόσμο συχνά μπλέκεται σε αντιφάσεις, και προσπαθεί, πολύ πειστικά, να οριοθετήσει και να εξηγήσει αυτές τις αντιφάσεις.
Έτσι, μέσα από συνειδητοποιήσεις που γίνονται με flash-back, παρακολουθούμε μια εσωτερική εξέλιξη, μια ωρίμανση μέσα από γεγονότα όπως: αυτοκτονία του πατέρα, απρόσωπη μητέρα, ερωμένη που έχει απορριπτική στάση, αινιγματικό παρελθόν πατέρα, αντιφατικά συναισθήματα απέναντι στο καθυστερημένο γειτονόπουλο (τον «Πλατσαπλούτσα»), σχέση με την ανώριμη και αλαφρόμυαλη μητέρα του τελευταίου, σχέση αγάπης και αντιζηλίας με τη μεγαλύτερη αδελφή. Η μετάβαση απ’το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα γίνεται αριστοτεχνικά, χωρίς κενά, και με τις κατάλληλες «σιωπές».
Μέσα από την εσωτερική επεξεργασία των γεγονότων φτιάχνουμε σιγά σιγά το παζλ ενός τραυματικού παρελθόντος όπου τη θέση-κλειδί έχει ο μυστηριώδης πατέρας, απόμακρος, λυπημένος, πληγωμένος από κάποιο καθοριστικό γεγονός κατά την αιχμαλωσία του από τους Ιαπωνέζους. Μυστήριο παραμένει η σχέση του με τον Πλατσαπλούτσα, γεγονός που σπρώχνει τα δυο κορίτσια στην εκδίκηση (πολύ παιδική, πολύ σκληρή). Το παρελθόν στοιχειώνει μέσα από ακατανόητα για την παιδική ψυχή γεγονότα, που παραμένουν μνήμες που πονούν.
Η πλούσια πλοκή και η σύγχυση των συναισθημάτων δε σε διαψεύδουν. Το βιβλίο έχει «αρχή-μέση-τέλος», χωρίς να πέφτει το επίπεδο. Η υποψία ότι ο Πλατσαπλούτσας είναι αδελφός ευτυχώς δεν επιβεβαιώνεται (θα γινόταν Βίπερ Νόρα), ωστόσο επέρχεται η εσωτρική λύτρωση μέσα από μια τελική συνάντηση. Πολύ λιτό και καθοριστικό το τέλος.
Δείγμα γραφής: (ο μπαμπάς τους επιμένει να παίζουν με τον Πλατσαπλούτσα, η μαμά τον έχει βάλει να ζωγραφίζει)
«Ποτέ μου δεν τον είχα δει να δείχνει τόσο ευτυχισμένος. Στο σχολείο ήταν κακός σε όλα και ζαρωμένος στον εαυτό του, στην κουζίνα μας, όμως,παρακολουθώντας τη μητέρα μου να κολλάει με σελοτέιπ τη ζωγραφιά του στην πόρτα ενός ντουλαπιού, τον έβλεπα σχεδόν να φουσκώνει από περηφάνεια. Και κάτι αναταράχτηκε μέσα μου, κάτι σαν να φτερούγιζαν μέσα στο στήθος μου μουσκεμένα μαύρα φτερά, κάτι που δεν ήθελα να το ξέρω».
Είναι το πρώτο ρήγμα στα συναισθήματα απέχθειας που ήταν παγιωμένα απέναντι στον Πλατσαπλούτσα.
επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου