Θέλεις να κάνεις μια πράξη
που φανερώνει ταπεινότητα μπροστά στην ιστορία
Ένα ακόμα βιβλίο του νομπελίστα νοτιοαφρικάνου συγγραφέα, που αναδεικνύει τις κοινωνικές ανισότητες και την ιδιαίτερη εξέλιξη της χώρας αυτής, όπου ακόμα και μετά τη λήξη του απαρτχάιντ (1949- 1991), συνεχίζονται οι συνέπειες της απίστευτης ρατσιστικής βίας που έχει διαποτίσει την κοινωνία. Ο συγγραφέας με μέθοδο και μαεστρία ενσταλάζει στους βασικούς του ήρωες την παραδοχή ότι το κοινωνικό σύνολο στην πληγωμένη χώρα του νοσεί -επομένως και οι ίδιοι δυσκολεύονται να χτίσουν μια ζωή υγιή και ισορροπημένη… Αυτή είναι ουσιαστικά η πιο βαθιά αίσθηση που αφήνει το βιβλίο, αλλά δεν προβάλλεται σε πρώτο επίπεδο, απλώς μένει σαν γεύση όταν ο αναγνώστης διαβάσει πια όλο το μυθιστόρημα και δοκιμάσει διάφορα συναισθήματα. Γιατί ο κεντρικός ήρωας, ο -λευκός- Ντέηβιντ Λούρι, πενήντα δύο χρονών διαζευγμένος (με μια κόρη) και πετυχημένος επίκουρος καθηγητής Επικοινωνίας στην Πολυτεχνική Σχολή του Κέιπ Τάουν, είναι ένας μάλλον συμβατικός τύπος, που στις πρώτες σελίδες εμφανίζεται χωρίς διαφορές από τον πρωταγωνιστή ενός οποιουδήποτε campus novel σε οποιοδήποτε Πανεπιστήμιο της Ευρώπης. Η μόνη ίσως υπενθύμιση ότι πρόκειται για το ιδιαίτερο μετα-απαρτχάιντ καθεστώς, είναι ότι άλλοτε δίδασκε Σύγχρονες Γλώσσες, αλλά επειδή οι Κλασικές Σπουδές και οι Σύγχρονες Γλώσσες καταργήθηκαν στο πλαίσιο ενός εκτεταμένου κύματος ορθολογισμού άλλαξε το αντικείμενό του. Ως ειδικό μάθημα επέλεξε να διδάσκει Ρομαντικούς Ποιητές, ενώ παράλληλα έχει τη φιλοδοξία να γράψει ένα έργο (θεατρικό; μουσικό;) για τον Μπάιρον, και για την ακρίβεια για τις παράνομες ερωτικές περιπέτειες του ρομαντικού ποιητή.
Ένας τύπος λοιπόν μάλλον συνηθισμένος, μέτριος και μετριοπαθής αλλά με παρελθόν γυναικά, με όχι πολύ σπουδαία επικοινωνία με τους φοιτητές/τριές του, και που τώρα πια στην δεκαετία των πενήντα του ικανοποιεί τακτικά τις σεξουαλικές του ανάγκες με τη νεαρή πόρνη Σοράγια, σε μια ευχάριστη ρουτίνα (οι ανάγκες του αποδεικνύονται αρκετά απλές τελικά, απλές και εφήμερες, σαν τις ανάγκες μιας πεταλούδας). Όταν αυτή η ρουτίνα σπάει για λόγους πέρα από τη θέλησή του, εξακοντίζει τα σεξουαλικά βέλη του σε μια φοιτήτριά του, νόστιμη, μικρή, μελαχρινούλα και επαρκώς παθητική ώστε να μην του αντισταθεί (είναι λίγο τσιμπημένος μαζί της. Δεν είναι ασυνήθιστο. Δεν περνάει τρίμηνο που να μην ερωτευτεί την τάδε ή την δείνα φοιτήτριά του). Είναι όμορφη και τον μαγεύει, αλλά είναι φανερό ότι εκείνη κολακεύεται, χωρίς να έχει άλλα έντονα συναισθήματα. Ο Ντέηβιντ χρησιμοποιεί τις γνώσεις του, την εξουσία του, τα λόγια και τις κολακείες για να την εκμαυλίσει ( π.χ. -Η ομορφιά μιας γυναίκας δεν ανήκει αποκλειστικά στην ίδια. Είναι κομμάτι του δώρου που προσφέρει στον κόσμο. Έχει χρέος να τη μοιράζεται -Και αν τη μοιράζομαι ήδη; -Τότε να τη μοιράζεσαι πιο γενναιόδωρα).
Δεν χρειάζεται να διαβάσει κανείς περισσότερα για να αντιπαθήσει τον ήρωα, που φέρεται σαν πέφτουλας-σεξιστής-κομπλεξικός, και, όπως θα φανεί και παρακάτω, θεωρητικοποιεί την παραβίαση της θέλησης της μπερδεμένης κοπέλας που δυσκολεύεται -λόγω θέσης; λόγω ηλικίας;- να αντιδράσει (αν και είναι παθητική από την αρχή ως το τέλος, εκείνος απολαμβάνει την πράξη). Αλλά κι από τις επόμενες εκβιασμένες συναντήσεις όπου ο Ντέηβιντ φτάνει ως και στη βία για να «αποκαλύψει τα στρογγυλά, τέλεια μικρά στήθη της», ο κύριος καθηγητής φαίνεται να είναι απορροφημένος από τις ιδεαλιστικές προσεγγίσεις της ομορφιάς που του δίνει ο ρομαντισμός (π.χ. «τέτοιες στιγμές δεν έρχονται αν τα μάτια μας δεν είναι στραμμένα κατά το ήμισυ στα μεγάλα αρχέτυπα της φαντασίας μας που φέρουμε μέσα μας», και από τις θεωρίες του τύπου ότι «και οι πορνόγεροι, οι άστεγοι οι πλάνητες είναι “παιδιά του θεού” και δεν μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει που δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τη θέση τους στο θεσπέσιο συμπόσιο των αισθήσεων ή ότι «η λαγνεία είναι σεβαστή, η λαγνεία και το συναίσθημα». Τόσο πωρωμένος είναι που δεν σκέφτεται στιγμή τον ψυχισμό, τον κόσμο και τη θέληση της νεαρής κοπέλας, δεν σκέφτεται ότι η κατάχρηση της εξουσίας του είναι ένα είδος εξευγενισμένου βιασμού.
Αυτή η αίσθηση που έχει από την αρχή ο αναγνώστης, ότι δηλαδή η κοπέλα δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο αλλά το λιγότερο βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης, κορυφώνεται όταν η κοπέλα αιφνιδιάζεται τόσο από μια απρόσμενη ερωτική επίθεση, που παραδίδεται αμαχητί, σαν «κουνέλι που του δαγκώνει τον λαιμό αλεπού» (δεν είναι βιασμός, όχι ακριβώς, αλλά κάτι ανεπιθύμητο, απολύτως ανεπιθύμητο). Η περιπλεγμένη θέση στην οποία βρίσκεται η Μέλανι φαίνεται από την αντιφατική της συμπεριφορά στη συνέχεια· δεν αργεί να έρθει σαν κεραμίδα στον καθηγητή η επίσκεψη του θυμωμένου ερωτικού συντρόφου της ο οποίος του ζητά τον λόγο, ενώ η καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση και για βιασμό, που ακολουθεί, χωρίζει τη ζωή του ήρωα στα δυο.
Η εικόνα που δίνει ο Ντέηβιντ ως χαρακτήρας γίνεται ακόμα πιο σκοτεινή, καθώς δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη βαρύτητα του παραπτώματός του· όχι μόνο δεν μετανιώνει και δεν κάνει τίποτα για να ελαφρύνει τη θέση του: δηλώνει μεν «ένοχος» στο συμβούλιο των καθηγητών, αλλά υπερασπίζεται το «δικαίωμα στην επιθυμία», το δικαίωμα να ακολουθεί το ένστικτό του, νιώθει «Υπηρέτης του Έρωτα», ενώ, σύμφωνα και με την υπεύθυνη από το Τμήμα των Κοινωνικών Επιστημών, δεν κάνει καμιά αναφορά στον πόνο που προκάλεσε, καμία αναφορά στη μακρά ιστορία εκμετάλλευσης στην οποία συγκαταλέγεται και αυτή η περίπτωση. Αυτή του η αμείλικτη στάση αποδεικνύεται μοιραία γιατί τον οδηγεί σε αναγκαστική παραίτηση από την επαγγελματική του θέση, και από κει και πέρα, ενώ δεν φαίνεται να αναδιπλώνεται από τις απόψεις αυτές περί ενστίκτου και επιθυμίας, η ζωή του παίρνει μια πολύ διαφορετική τροπή.
Μεταστροφή
Το μυαλό του έχει γίνει καταφύγιο για παλιές ιδέες, στείρες, λειψές,
που δεν έχουν πού αλλού να πάνε.
Θα έπρεπε να τις αποδιώξει, να κάνει εκκαθάριση.
Εδώ λοιπόν, σταματά το -ας πούμε- «campus novel» κι ο συγγραφέας μάς οδηγεί στην καρδιά μιας παθολογίας που έχει τις ρίζες της στην Ιστορία και στις πληγές της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης. Το μυθιστόρημα ξετυλίγει την ψυχογραφία του -ηττημένου;- ανθρώπου ο οποίος απεκδύεται, σταδιακά και παρά τη συνειδητή του θέληση, όλους τους ρόλους, απογυμνώνεται από κάθε τίτλο (συζύγου, εραστή, καθηγητή, στη συνέχεια πατέρα και προστάτη) και μπαίνει σε μια κατάσταση μαθητείας: μαθαίνει να αποδέχεται την πραγματικότητα της χώρας στην οποία διάλεξε να ζει, και όπου για χρόνια τις ανθρώπινες σχέσεις τις όριζε το μίσος. Καταλύτης σ’ αυτήν την αργή κι επίπονη μεταστροφή είναι η Λούσυ, η κόρη του, στην οποία καταφεύγει μετά αμέσως την αποπομπή του (σημειωτέον ότι η πρώην γυναίκα του και μητέρα της Λούσυ ζει πια στην Ολλανδία). Η Λούσυ μένει σ’ ένα μικρό αγρόκτημα στο Ανατολικό Ακρωτήριο (με καλλιέργειες, ζώα, γεώτρηση, στάβλους, σκυλιά κλπ) και είναι -σχεδόν- αφομοιωμένη με τους ντόπιους. Είναι μια γυναίκα πληθωρική και άξεστη, δεν θυμίζει σε τίποτα την αστική της καταγωγή, αντίθετα είναι βέρα αγρότισσα πια, με τη βρωμιά και την ατημελησιά της κοινωνικής τάξης που επέλεξε (περίεργο που εκείνη και η μητέρα της, άνθρωποι της πόλης, διανοούμενοι, έφεραν στη ζωή αυτό το δείγμα του παρελθόντος, τούτη τη νεαρή, γεροδεμένη άποικο. Αλλά ίσως δεν την γέννησαν αυτοί· ίσως η ιστορία έχει παίξει μεγαλύτερο ρόλο). Έχει ως βοηθό και προσφάτως συν-ιδιοκτήτη τον -ντόπιο- Πέτρους, που συστήνεται ως «ο κηπουρός και ο άνθρωπος των σκυλιών», και κάθε Σάββατο πουλάνε μαζί τα προϊόντα τους σε πάγκο στο παζάρι. Η Λούσυ, εν κατακλείδι, δεν εκπροσωπεί με κανέναν τρόπο το πρότυπο της θηλυκής, κομψής γατούλας που φαίνεται να προσελκύει ερωτικά τον Ντέηβιντ. Άλλωστε, δεν κρύβει ότι είναι λεσβία. Όμως, είναι και κόρη του.
Η Λούσυ τον υποδέχεται φυσιολογικά και ευγενικά, χωρίς μεγάλο ενθουσιασμό, αλλά όταν συνειδητοποιεί ότι ο πατέρας της έχει παραιτηθεί και δεν τον δεσμεύει τίποτα πια με την προηγούμενη ζωή του, του προσφέρει «καταφύγιο» για όσον καιρό θέλει στον άγνωστο, για κείνον, κόσμο της. Εκείνος, με τη σειρά του, βλέπει από μιαν απόσταση τις επιλογές της κόρης του, σνομπάρει π.χ. το «Καταφύγιο ζώων» όπου η Λούσυ βοηθάει την διευθύντριά του, την Μπεβ Σο, (είναι αξιοθαύμαστο αυτό που κάνετε αλλά για μένα οι φιλόζωοι είναι κάπως σαν ένα είδος χριστιανών. Είναι όλοι τόσο χαρωποί και καλοπροαίρετοι, που μετά από λίγο σου έρχεται να βιάσεις), και ασκεί σε όλα -αδύναμη- κριτική. Θεωρεί αυτόν τον μοναχικό τρόπο ζωής μέσα στη μαύρη ερημιά, επικίνδυνο για μια κοπέλα μόνη, και του ξυπνάει το ένστικτο της πατρικής προστασίας.
Ωστόσο, απρόθυμα στην αρχή, στη συνέχεια πιο συνειδητά, εγκαθίσταται για αρκετό χρονικό διάστημα στο αγρόκτημα, βοηθά τον Πέτρους (να βοηθώ τον Πέτρους. Μου αρέσει αυτό. Μου αρέσει η ειρωνική χροιά του πράγματος), προσπαθεί να καταλάβει την Λούσυ παρά τις σεξουαλικές της επιλογές (γίνεται η δεύτερη σωτηρία του, η νύφη της αναγεννημένης νιότης του) και επισκέπτεται και την Φιλοζωική οργάνωση της Μπεβ, μιας γυναίκας που αρχικά αντιπαθεί γιατί είναι απ’ αυτές που δεν κάνουν τίποτα για να φανούν ελκυστικές. Η σχέση της Μπεβ με τα ζώα, κατά βάση σκυλιά, είναι πολύ ιδιαίτερη, σωματική και εν-συναισθηματική· άλλωστε η αποστολή της είναι όχι απλώς να τα φιλοξενεί, αλλά να τα οδηγεί στον θάνατο, όταν δεν υπάρχει η επιλογή της ζωής.
Disgrace (= ατίμωση)
Η σταδιακή «απογύμνωση» του κεντρικού ήρωα, τα διάφορα σκαλοπάτια της «ατίμωσης» και της ταπείνωσης που τον εκμηδενίζουν όλο και περισσότερο, τον αποσυνδέουν από την αλαζονεία που χαρακτήριζε τη λευκή φυλή απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό, και αποτελούν και την εξιλέωσή του. Ένα είδος «συλλογικής ενοχής» ξυπνάει μέσα του, που αναστέλλει την οργή για όσα συμβαίνουν. Ένας σκληρός πυρήνας μέσα του φυσικά αντιστέκεται, προσπαθεί να «παραμείνει ο εαυτός του», όμως εξαρχής έχει την υποψία ότι ό, τι κάνει η Λούσυ (οι σκύλοι, η κηπουρική, τα βιβλία αστρολογίας, η σεξουαλική της επιλογή) είναι σαν να προσπαθεί να επανορθώσει για τα κρίματα του παρελθόντος. Η σύγκρουση μέσα του, ανάμεσα στον αστικό ασφαλή τρόπο ζωής και τον αγροτικό που περιστοιχίζεται από ντόπιους, σιγά σιγά εξασθενεί μπρος στην ανάγκη να εξιλεωθεί. Ακόμα και η Λούσι αντιλαμβάνεται πως ο πατέρας της είναι ένα είδος «αποδιοπομπαίου τράγου», που τον έδιωξαν οι συνάδελφοι για να νιώθουν ασφαλείς.
Ένα συμβάν όμως, βαρυσήμαντο και τραυματικό, μια πολύ σκληρή δοκιμασία, είναι αυτό που θα βυθίσει τον Ντέηβιντ ακόμα πιο βαθιά μέσα σ’ αυτό το πηγάδι της ατίμωσης: τρεις άγνωστοι ντόπιοι, μεταξύ τους κι ένα νεαρό αγόρι, μπαίνουν με δόλο στο σπίτι και κλέβουν, σκοτώνουν τα σκυλιά, βιάζουν τη Λούσι και τραυματίζουν τον Ντέηβιντ (είναι ανήμπορος, ένας στόχος, μια καρικατούρα, ένας ιεραπόστολος με ράσο και καπέλο που περιμένει με τα χέρια ενωμένα και τα μάτια στραμμένα στον ουρανό, όσο οι άγριοι τα λένε στη δική του γλώσσα και ετοιμάζονται να τον ρίξουν στο καζάνι που βράζει). Είναι «πράγματα που συμβαίνουν κάθε ώρα, κάθε λεπτό, σε κάθε γωνιά της χώρας», και πρέπει να είναι κι ευχαριστημένοι που επέζησαν…
Οι συνέπειες είναι απρόβλεπτες, για τον Ντέηβιντ αλλά και για τον αναγνώστη. Η βία και η εκδικητικότητα εκ μέρους των ντόπιων απέναντι στου λευκούς εν γένει, και μάλιστα σε μια γυναίκα λεσβία που τολμά να θέλει να αφομοιωθεί με του ντόπιους αγρότες εξηγούν σε πρώτο επίπεδο την τυφλή βία (μιλούσε η ιστορία μέσω εκείνων. Μια ιστορία γεμάτη αδικίες). Το μέρος είναι επικίνδυνο, πρέπει να φύγουν, αποφαίνεται ο Ντέηβιντ, που υποφέρει που δεν μπόρεσε να βοηθήσει την κόρη του (το μυστικό της Λούσυ· η ατίμωσή του) όσο υποψιαζόταν κλειδωμένος στην τουαλέτα ότι εκείνη έπεφτε θύμα της αβάσταχτης φρίκης (ο βιασμός, ο θεός του χάους, του συνονθυλεύματος, ο βεβηλωτής της ιδιωτικότητας. Ο βιασμός μιας λεσβίας είναι χειρότερος από τον βιασμό μιας παρθένας· το πλήγμα είναι μεγαλύτερο). Ακόμα όμως πιο παράξενη είναι η κατοπινή σιωπή της, η αποστασιοποίησή της από τον πατέρα, και η άρνηση να καταγγείλει στην αστυνομία τον βιασμό. Απλώς, αποξενωμένη, ψυχρή και σιωπηλή, μαζεύει τις δυνάμεις της για να επιστρέψει στο αγρόκτημα και «να συνεχίσει όπως πριν».
Ο συγγραφέας είναι μάστορας στο να μεταφέρει τα έντονα συγκρουσιακά συναισθήματα του ήρωα, μπροστά σ’αυτήν την «εξοργιστική» στάση της Λούσυ, να παραχωρήσει δηλαδή εντέλει στους βιαστές της το δικαίωμα να σκάνε στα γέλια σε βάρος της, να νιώθουν νικητές. Πρέπει να τονίσουμε ότι μία από τις αρετές του συγγραφέα είναι ότι δεν υπογραμμίζει τα συναισθήματα αυτά, δεν προβαίνει ως παντογνώστης αφηγητής (τριτοπρόσωπη είναι η αφήγηση) σε αναλύσεις κι επεξηγήσεις, αλλά οι μύχιες ψυχικές καταστάσεις συνεπάγονται από τη δράση και τους διαλόγους.
Το αίσθημα λοιπόν της «disgrace» επιστρέφει τώρα με διαφορετική μορφή: νιώθει εξουθενωμένος, γερασμένος, ότι το ενδιαφέρον του για τον κόσμο αποστραγγίζεται από μέσα του σταγόνα τη σταγόνα. Νιώθει ντροπή, και η ατίμωση έχει κυριολεκτικότερο νόημα από ποτέ (αυτό πέτυχαν οι επισκέπτες τους, αυτό έκαναν σ’ εκείνη τη γεμάτη αυτοπεποίθηση σύγχρονη νέα γυναίκα/λένε ότι την έβαλαν στη θέση της, ότι της έδειξαν τον προορισμό των γυναικών).
Ακόμα πιο περίπλοκη γίνεται η κατάσταση για τον Ντέηβιντ όταν καταλαβαίνει ότι η Λούσυ έμεινε έγκυος, και ότι δεν προτίθεται να διακόψει την εγκυμοσύνη (αυτό που μου συνέβη είναι εντελώς προσωπικό. Σε μια άλλη εποχή, σε ένα άλλο μέρος, θα μπορούσε να το θεωρήσει κανείς δημόσιο θέμα. Αλλά σε αυτό το μέρος, αυτή τη στιγμή, δεν είναι). Δεν μπορεί να καταλάβει την κόρη του, που από τη μια φοβάται, από την άλλη δεν αντιδρά, δεν καταγγέλλει, δεν φεύγει . Παράλληλα, έχουν εντοπιστεί οι βιαστές, ενώ το αγόρι που ήταν μαζί τους («για να μαθαίνει») αποκαλύπτεται ότι τριγυρνάει στα περίχωρα, και είναι συγγενής του Πέτρους.
Ένα πρόσωπο-κλειδί είναι ο Πέτρους, που όχι μόνο από υπηρέτης έχει γίνει αφέντης (στην πραγματικότητα ο Πέτρους κάνει όλες τις δουλειές/όπως τον παλιό καιρό: baas en klaas, αφέντης και υπηρέτης. Με τη διαφορά ότι δεν θεωρεί αυτονόητο να δίνει διαταγές στον Πέτρους). Όχι, παρόλο που ο Πέτρους παίρνει μισθό, είναι περισσότερο γείτονας παρά υποτακτικός. Η στάση του Πέτρους απέναντι στην βία που υπέστησαν πατέρας και κόρη κάνει έξαλλο τον Ντέηβιντ: είναι νηφάλιος και ήρεμος, και μεθοδικά δουλεύει στο κτήμα έχοντας τον Ντέηβιντ για βοηθό, με απώτερο σκοπό να γίνει κι ο ίδιος ιδιοκτήτης. Ό δε μέγιστον, προστατεύει τον νεαρό βιαστή (προσπαθώ να διατηρήσω την ειρήνη).
Η λύση που διαφαίνεται στον ορίζοντα καταρρακώνει ακόμα περισσότερο τον ήρωά μας: ο Πέτρους, που έχει ήδη δυο γυναίκες και παιδιά, προσφέρεται να παρέχει προστασία και στην Λούσυ με το παιδί της, και μόνο μ’ έναν τρόπο μπορεί να συμβεί αυτό: να την παντρευτεί (εδώ είναι επικίνδυνο, πολύ επικίνδυνο. Οι γυναίκες πρέπει να παντρεύονται), μια πρόταση που δεν απορρίπτει η Λούσυ (ο Πέτρους μπορεί να μην είναι σημαντικό πρόσωπο, αλλά είναι πολύ σημαντικός για κάποια τόσο ανίσχυρη όσο εγώ. Τουλάχιστον τον Πέτρους τον ξέρω). Ίσως είναι το «τίμημα», όπως λέει η ίδια, για να μπορέσει να μείνει στον τόπο που αγαπά (θεωρούν ότι τους οφείλω κάτι. Θεωρούν ότι εκείνοι εισπράττουν ένα χρέος, ότι είναι φοροεισπράκτορες). Ίσως είναι η πράξη ταπείνωσης μπροστά στην Ιστορία. Ωστόσο, η Λούσυ δηλώνει απερίφραστα ότι νιώθει σαν νεκρή, αλλά αν εγκαταλείψει τώρα το κτήμα, «θα φύγει ηττημένη και θα γεύεται την ήττα όλη της τη ζωή».
Ηττημένος νιώθει κι ο Ντέηβιντ, ταπεινωμένος σε όλα τα επίπεδα… Η προσπάθειά του να επιστρέψει στο Κέιπ Τάουν ενδυνάμωσαν ακόμα περισσότερο αυτό το αίσθημα ξενότητας. Το σπίτι του είχε υποστεί επιδρομή και λεηλασία, δεν είχε απομείνει τίποτα. Το ίδιο και στο πρώην γραφείο του στο Πανεπιστήμιο, η κατάσταση είναι αποκαρδιωτική. Συγκλονιστική είναι η σκηνή όπου ο Ντέηβιντ επισκέπτεται τον πατέρα της Μέλανι, αρχικά με αφοπλιστική ειλικρίνεια κι εξομολογητική διάθεση (ζω σ’ ένα καθεστώς ατίμωσης από το οποίο δεν θα είναι εύκολο να βγω και να σταθώ στα πόδια μου), και ζητά με τον δικό του, προσωπικό τρόπο, συγνώμη. Μια σκηνή που αιφνιδιάζει τον αναγνώστη, γιατί δεν υπήρχε σ’ όλο το βιβλίο κανένα σημάδι ότι επεξεργάστηκε τη θέση της Μέλανι και των δικών της με ενσυναίσθηση.
Κι όμως, φαίνεται ότι έχει πλήρη συνείδηση ότι η ατίμωση αυτή, δηλαδή η απογύμνωση από κάθε είδος κύρους, είναι συνέπεια της αρχικής αλαζονείας -της αλαζονείας του αρσενικού που νιώθει επιθυμία και πρέπει να την ικανοποιήσει. Επιστρέφοντας στο κτήμα της Λούσυ, είναι μεταλλαγμένος, μπαίνει στην «υπηρεσία» της Μπεβ αποκτώντας μια ιδιαίτερη σχέση με τα σκυλιά που οδηγούνται στην ευθανασία, και είναι αποφασισμένος για ένα νέο ξεκίνημα:
Ίσως αυτό πρέπει να μάθω να αποδέχομαι. Να ξεκινώ απ’ το μηδέν. Χωρίς τίποτα. Χωρίς όπλα, χωρίς περιουσία, χωρίς δικαιώματα, χωρίς αξιοπρέπεια.
«Σαν σκύλος».
«Ναι, σαν σκύλος»
Χριστίνα Παπαγγελή
Εξαιρετική ανάλυση, ενός βιβλίου τόσο καλογραμμένου, που δε θες να αφήσεις από τα χέρια σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ, Βάγια
Διαγραφή