Κυριακή, Μαρτίου 05, 2023

Γεμάτη ζωή, Τζων Φάντε

     Πρόκειται για μια «συζυγική νουβέλα», όπως επισημαίνεται στον υπότιτλο· και πράγματι ο νεαρός σύζυγος αφηγείται τα «πάθη» του αφ’ ης στιγμής η γυναίκα του έμεινε έγκυος. Βρισκόμαστε στην Αμερική, ο Τζον και η Τζόυς είναι Ιταλοί μετανάστες, και αυτό έχει τη σημασία του καθότι τα «πάθη» αυτά σχετίζονται με τη διαφορά κουλτούρας και τον υπερβολικό ζήλο που επιδεικνύουν οι Ιταλοί (όπως κι οι Έλληνες άλλωστε, βλέπε «Γάμος α-λά Ελληνικά») να μην αλλοιώσουν την εθνική τους ταυτότητα.
     Ο Τζων είναι συγγραφέας (ο συγγραφέας του βιβλίου μας παραθέτει αυτοβιογραφικά στοιχεία) και μέχρι στιγμής έχει εκδώσει τρία βιβλία με επιτυχία τόση, ώστε να έχουν οικονομική άνεση («εποχή των παχιών αγελάδων του γραφιά»). Έχουν μεγάλο κι ωραίο σπίτι γιατί σκοπεύουν να κάνουν πολλά παιδιά, κι ως εκ τούτου διαγράφονται με χιούμορ πολλές μικροαστικές σκοτούρες (π.χ. κίτρινες κουρτίνες ή πράσινα ριντό;), Η εγκυμοσύνη μεταμορφώνει αργά και σταθερά την 24χρονη Τζόυς καθώς το εξόγκωμα στο ύψος της μέση της σάλευε και στριφογύριζε σαν σακί γεμάτο φίδια. Είναι κλασικά τα ψυχικά συμπτώματα του άγχους της εγκυμοσύνης: η ηρωίδα μας διαβάζει βιβλία σχετικά με την εγκυμοσύνη και την ανατροφή του παιδιού, έχει ανασφάλεια γιατί «ασχημαίνει», κοιμάται χωριστά απ΄τον άντρα της, διαφωνεί μαζί του για το να πάρουν γυναίκα για τις δουλειές του σπιτιού, καυγαδίζουν όλο και πιο συχνά καθώς οι ιδιοτροπίες της Τζόυς αυξάνονται μέρα με τη μέρα. Ο Τζων αγαπά τη γυναίκα του αλλά έχει κι αυτός τις δικές του ανασφάλειες (τα προγαμιαία χρόνια του Τζων Φάντε ήταν χρόνια ανοησίας, γεμάτα βρομερά ειδύλλια/μέσα σ’ αυτήν την δαιμονική φρενίτιδα είχε τρυπώσει ο σπόρος της τιμωρίας), τους φόβους του, και τις παραξενιές του. Όσο ο συγγραφέας στήνει το σκηνικό και τους χαρακτήρες του, το ύφος είναι από ανάλαφρο ως σατιρικό, γλαφυρό αλλά όχι ιδιαίτερα βαθύ –προσωπικά είχα την αίσθηση ότι διαβάζω Φρέντυ Γερμανό ή Τσιφόρο, σε μια σκωπτική περιγραφή ως προς τα του γάμου/συζυγικής ζωής κλπ. ευχάριστο μεν, προβλέψιμο δε.
     Κι αυτό μέχρι τη στιγμή που μπαίνει στη -λογοτεχνική- σκηνή ο πατέρας του ήρωα, ο απίστευτος, αυθεντικός κι ανεπανάληπτος «μπαμπάς». Με αφορμή την… τρύπα στις σανίδες της κουζίνας που διάνοιξαν τερμίτες (τα μικρά λευκά κτήνη), καλούν τον πατέρα από το Σαν Χουάν (στην Κοιλάδα του Σακραμέντο) όπου ζει εκείνος με την μητέρα, σ’ ένα ξύλινο σπίτι με δέντρα, κότες, γάτες μια ζωή μοναχικής γαλήνης. Ο πατέρας είναι το κατάλληλο άτομο καθότι είναι ερασιτέχνης πολυτεχνίτης.
     Από τις πρώτες αναφορές στον πατέρα, νιώθουμε ότι πρόκειται για μια αξιομνημόνευτη προσωπικότητα, φορέα μιας αυθεντικής έστω και συντηρητικής νοοτροπίας, γήινης και με σταθερές αξίες. Πρόκειται για τις στερεότυπες επιστολές που υπαγόρευε τελετουργικά στη μητέρα, κι απευθύνεται στα παιδιά του, τελειώνοντας πάντα με τη φράση «Να περνάτε ωραία. Να γελάτε και να διασκεδάζετε».
     Ο «μπαμπάς» είναι πολύ επινοητικός και επιδέξιος, όλοι ξέρουν ότι λύνει τα πρακτικά προβλήματα άμεσα, κι έτσι προστρέχουν σ’ αυτόν. Ωστόσο, είναι άνθρωπος τραχύς, με χέρια χοντρά σαν τούβλα (τα χέρια του Βελζεβούλ, όλο ρόζους και κάλους, και τα γαμψά, μισοσπασμένα νύχια του χτίστη) και ηλιοκαμένο σβέρκο, όμορφο σαν υδρορροή, τραχύς στην όψη αλλά και στην συμπεριφορά. Περιμένει με λαχτάρα την άφιξη του εγγονού, βέβαιος ότι θα πρόκειται για αγόρι, αν και κατσαδιάζει τον γιο του που δεν έτρωγε πολλά…. αυγά πριν την εγκυμοσύνη (Δεν θυμάσαι τι σου είπα; να τρως πολλά αυγά. Τρία, τέσσερα την ημέρα. Αλλιώς θα βγει κορίτσι), ή… στρείδια, ενώ το σκόρδο πρέπει να τον ακολουθεί παντού! Οι προλήψεις κι οι δεισιδαιμονίες κάνουν παρέλαση (π.χ. ρίχνουν αλάτι στο κρεβάτι την ώρα της σύλληψης, ή του προτείνουν να «κοιμούνται ιταλικά» κι όχι «αμερικάνικα» (χωριστά) γιατί είναι μοναχικά εκεί μέσα στην κοιλιά) και φέρνουν σε αμηχανία τον πράο πρωταγωνιστή μας που αντιδρά χλωμά και συγκρατημένα, αναπαράγοντας υιικά σύνδρομα. Παράλληλα, παίρνουμε μια γεύση κι από την μητέρα που «της αρέσει να λιποθυμά», που εκρήγνυται από το «μητρικό πάθος», που συμπληρώνει την ιδιορρυθμία του άντρα της.
     Το όνειρο του πατέρα να μετοικήσει ο γιος του κοντά τους, σ΄ένα κτήμα που εποφθαλμιά, καταρρέει όταν μαθαίνει ότι ο Τζων αγόρασε σπίτι στο Σακραμέντο (τι μπορούσα να πω σ’ εκείνο το πρόσωπο που το’ χε χαρακώσει η δουλειά, που το’ χαν σκληρύνει τα χρόνια, και που τώρα είχε μαλακώσει χάρη σ’ ένα όνειρο και χοροπηδούσε όλο ζωή πατώντας στο όνειρο αυτό;). Τους δισταγμούς του Τζων να του πει το νέο τούς διαλύει η μητέρα (ένα πράγμα πρέπει να ξέρεις για τη μάνα σου: ό, τι και να κάνεις, δεν θα την προβληματίσει. Αν έμπαινα εκείνη τη στιγμή στην κουζίνα και της ανακοίνωνα ότι είχα κόψει το λαρύγγι του μπαμπά, θα μου απαντούσε: Τι κρίμα –και πού είναι τώρα;).
     Η αντίδραση του πατέρα είναι ακραία αλλά και χαρακτηριστική (εξαφανίζεται, μεθά κλπ), αλλά δέχεται να πάει στο σπίτι για να βοηθήσει στην επιδιόρθωση του σπιτιού. Από κει και πέρα, έχουμε μια σειρά ξεκαρδιστικών σκηνών, όπως την καρτούνικη εμφάνιση του πατέρα στο τρένο (γαλάζια σαλοπέτα, μαύρο πουκάμισο με παπιγιόν, καφέ σταυρωτό σακάκι, κούτες με τοματοπολτό, μαρμελάδα σύκο, κατσικίσιο τυρί, γάλα εβαπορέ και… δύο νταμιτζάνες κρασί!) όπου γίνεται φίλος με όλους τους επιβάτες φέρνοντας σε αμηχανία τον συμβατικό γιο του (ήθελα να κάνω ένα μπάνιο, να φορέσω καθαρά ρούχα, να μπορέσω να συνεχίσω τη ζωή μου, να ξεχάσω εκείνο το ζοφερό ταξίδι). Η άφιξη στο σπίτι του ζευγαριού είναι επίσης επεισοδιακή (πρώτη του κουβέντα ήταν ότι το δρύινο ωραίο πάτωμα του σπιτιού είναι στραβό, κι αμέσως βγάζει από την βαλίτσα την εργαλειοθήκη με την οποία ανακάλυψε ότι υπάρχει απόκλιση πέντε πόντων κλπ κλπ).
     Η απρόσμενη συμμαχία της θρησκόληπτης πια Τζόυς με τον παππού, που φτάνει στο σημείο να τον βοηθάει με απίστευτο ενθουσιασμό να χτίσει… τζάκι στο σαλόνι (άσχετο με την τρύπα από τερμίτες στην κουζίνα), φέρνει σε επιπρόσθετη αμηχανία τον ήρωά μας (ήμουν αντίθετος σ’ αυτό το πράγμα. Είχε κάτι το παρανοϊκό). Τα περιστατικά τύπου Γούντι Άλεν συνεχίζονται, με τον Τζων να υποκύπτει στις απαιτήσεις της Τζόυς να βαφτιστεί και να παντρευτούν με θρησκευτικό γάμο (σπαρταριστό επεισόδιο της εξομολόγησης την οποία αναλαμβάνει ο πατέρας στη θέση του απρόθυμου γιου –η εξομολόγησή του είχε μορφή λογομαχίας. Έγινε στα ιταλικά –ένας χαοτικός διάλογος, χωρίς σαφές περίγραμμα αλλά γεμάτος ένταση) ως το αίσιο, συμφιλιωτικό και λυτρωτικό τέλος όπου ο ευτυχισμένος παππούς δεν μπορεί να αντικρίσει το μωρό γιατί τα δάκρυα του τυφλώνουν τα μάτια.
     «Αφού την έζησα»
     Η παραπάνω φράση για μένα προσωπικά ήταν το επιστέγασμα του πιο χαρακτηριστικού επεισοδίου του βιβλίου, που δείχνει και την αυθεντικότητα του πατέρα, τις προτεραιότητες που βάζει αλλά και μια διαφορετική, γήινη φιλοσοφία.
     Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, η αιτία που έφεραν τον πολυμήχανο πατέρα στο σπίτι ήταν να φτιάξει την τρύπα στο πάτωμα της κουζίνας. Στις σχετικές -αγωνιώδεις- ερωτήσεις του Τζων (πότε θα ξεκινήσουν τι θα χρειαστεί κλπ), εκείνος απαντά άσχετα, πιο συγκεκριμένα αν γνωρίζει την ιστορία του θείου του Μίνγκο με τους ληστές! Οι απεγνωσμένες προσπάθειες του Τζων να τον επαναφέρει στο σήμερα είναι μάταιες, κι έτσι απελπισμένος, αποδέχεται να αρχίσει η μακροσκελής αφήγηση (ένα χάος ανολοκλήρωτων ιστοριών) από την οποία ο συγγραφέας μας καταφέρνει να φτιάξει μια ιστορία με συνοχή, 20 σελίδων. Και το επόμενο πρωί:
     «Νάτη μπαμπά. Η ιστορία του θείου Μίνγκο».
      Την άφησα πάνω στο χαρτί του. Έπιασε τις κόλλες μου και μου τις έδωσε πίσω «Κράτα τη για τον μικρούλη».
     «Δε θες να τη διαβάσεις;»
     «Γιατί να τη διαβάσω; Για όνομα του θεού μικρέ. Αφού την έζησα».


ΥΓ. Αξιόλογη η παρουσίαση του βιβλίου από τον Βασίλη Διακοβασίλη, εδώ
Χριστίνα Παπαγγελή


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου