Το ευτύχημα για μένα και τους ανθρώπους της γενιάς μου
που γυρεύουμε έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο
είναι ότι ζήσαμε, έστω και με περικοπές αν θες,
στον καιρό των ρόδων.
Με το τρίτο αυτό, πολύ αξιόλογο, νουάρ μυθιστόρημα ο νεαρός Δραμινός συγγραφέας -και αγαπητός φίλος- καταξιώνεται και παγιώνεται ως ο αντιπροσωπευτικότερος εκπρόσωπος του είδους στην Ελλάδα, όσο αφορά τουλάχιστον τη σύγχρονη εποχή. Μετά «Τα μωρά της Αθηνάς» και το «Ο χορός της μέλισσας», ο γνώριμός μας πια, και πολύ συμπαθής ντετέκτιβ Πέτρος Ριβέρης μπλέκεται σε μια καινούρια υπόθεση όπου πρωταγωνιστούν η Θεσσαλονίκη και η κοινωνικοοικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων. Έτσι, σε δεύτερο επίπεδο, πέρα από τη συναρπαστική και θυελλώδη πλοκή, έχουμε ένα πολύ ενδιαφέρον κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα -μια διάσταση που βέβαια ενυπάρχει στα καλά νουάρ μυθιστορήματα. Και μάλιστα τοποθετημένο στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, εποχή των μνημονίων, της φτωχοποίησης, της ανεργίας και των πολιτικών αδιέξοδων μπροστά στον ανερχόμενο «άγριο καπιταλισμό». Η επίλυση του μυστηρίου δεν περιστρέφεται αυτή τη φορά γύρω από έναν προαναγγελθέντα φόνο, αλλά γύρω από μια αινιγματική εξαφάνιση. Στη Θεσσαλονίκη, σε υπαίθριο ακτιβιστικό πάρτι αντίστασης στα capital controls και στο τρίτο μνημόνιο, εξαφανίζεται η Ιφιγένεια Ρούσσου, μέλος της αντιεξουσιαστικής συλλογικότητας «Ροδάνθη», ενώ εμφανίζονται -προφανώς για αντιπερισπασμό- μέσα στο συγκεντρωμένο πλήθος τρία… ελάφια. Ο εμπρόθετος συμβολισμός είναι ολοφάνερος, ένα μήνυμα που χτυπάει συναγερμό στα μέλη της ομάδας αλλά κυρίως τον σύντροφο της Ιφιγένειας, τον Κύρο, που προσλαμβάνει τον Ριβέρη με πρωταρχικό σκοπό να βρει και να φέρει πίσω την Ιφιγένεια ζωντανή.
Με τον γνώριμο και πολύ ελκυστικό τρόπο γραφής, ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει τα πρόσωπα που μπλέκονται σ’ αυτό το γαϊτανάκι που οδήγησε στην εξαφάνιση της Ιφιγένειας. Οι δυναμικές που εκφράζουν τα πρόσωπα και οι ομάδες στις οποίες ανήκουν εκφράζουν άμεσα και τις τάσεις της εποχής μας: στο ένα άκρο βρίσκονται ομάδες -συνήθως νεαρών- αντιεξουσιαστών, με όνειρο και όραμα να αλλάξουν τον κόσμο ξεσκεπάζοντας τα κακώς κείμενα, κι απ’ την άλλη όχθη οι «ισχυροί» του χρήματος (και όχι μόνο) που ελέγχουν την οικονομία και την παραοικονομία, μέσα από ένα δίκτυο εξαρτήσεων και «εξυπηρετήσεων».
Αρχικά ο Ριβέρης προσεγγίζει τα μέλη της αυτόνομης συλλογικότητας «Ροδάνθη» (αντιεξουσιαστές, της ευρύτερης-εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς), που αρχικός σκοπός της ήταν «η δημιουργία πρόσφορων συνθηκών για την αλληλεπίδραση των ανθρώπων και την εδραίωση εναλλακτικών μορφών κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας» (προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε έναν κήπο με ρόδα μέσα στην πόλη. Τη Ροδάνθη, δηλαδή. Έναν κήπο που θα ήταν η αρχή και για άλλους αντίστοιχους γιατί πιστέψαμε ότι είχε έρθει ο καιρός τους). Έχοντας κάνει κατάληψη στον πανέμορφο νεοκλασικό χώρο της Βίλα Μπεναρόγια[1] από το 2014, οργάνωσαν όντως έναν κύκλο «εμπράγματης ανταλλαγής υπηρεσιών και αγαθών», και εναλλακτικών πολιτιστικών δράσεων (θέατρα, προβολές, συλλογική κουζίνα κλπ). Γρήγορα όμως εσωτερικές διαφωνίες δίχασαν την αρχική ομάδα σε πιο «σκληροπυρηνικούς» (μέσα στους οποίους περιλαμβάνεται και η Ιφιγένεια) και τους «ρεφορμιστές», που ήταν και η πλειοψηφία, και που ήθελε τον μετασχηματισμό της συλλογικότητας σε Κοινωνική και Συνεταιριστική Επιχείρηση. Στη διάλυση αυτή έπαιξε ρόλο και η δίωξη των καταληψιών ως παράνομων, αλλά και ο εμπρησμός του κτιρίου από ακροδεξιούς.
Οι ιδεολογικές διαφορές μέσα στον ίδιο τον αντιεξουσιαστικό χώρο, που πολλές φορές εκδηλώνονται κάτω από την πίεση των κοινωνικών συνθηκών, εκφράζονται πολύ γλαφυρά μέσα από τους διαλόγους, καθώς ο Ριβέρης ξεκινά να μαζέψει στοιχεία και πληροφορίες. Έχει πολύ ενδιαφέρον για τον αναγνώστη γιατί είναι μια πτυχή που αντικαθρεφτίζει απόλυτα κομμάτι της κοινωνικής πραγματικότητας. Από τη μια μεριά λοιπόν είναι οι υπερασπιστές της συνεχούς κινηματικής δράσης όπως ο Αχιλλέας Σαμαρείτης και η Ιφιγένεια (η Ιφιγένεια διαβιώνει εκεί όπου η αυτοοργάνωση και η συλλογικότητα κάνουν ό, τι μπορούν για να καλύψουν τα κενά που δημιουργεί η εξουσία όταν αψηφά τον άνθρωπο/πιστεύει στη βιωματική καθημερινή επανάσταση). Ενώ οι άλλοι δυο από τα ιδρυτικά μέλη της συλλογικότητας με τους οποίους έρχεται σε επαφή ο Ριβέρης, είναι πιο μετριοπαθείς (ορθώς η αριστερά συνθηκολόγησε), και είναι αυτοί που θα συναινέσουν στο να γίνει η Ροδάνθη συνεταιριστική επιχείρηση, δηλαδή από «ελευθεριακός αυτόνομος πολιτικός χώρος» να μετατραπεί σε «έναν συνεταιρισμό που θα πουλάει και θα αγοράζει». Είναι αυτοί, τους οποίους εκφράζουν τα λόγια της Κασσιανής: «το ζήτημα είναι να δημιουργείς κοινωνικά χρήσιμες εκροές για τους πολλούς με ό, τι έχεις στα χέρια σου, όχι να καταστρέφεις ό,τι μπορείς για να δημιουργήσεις έναν τέλειο κόσμο όταν η γη γίνει κόκκινη». Δέχονται λοιπόν την «εκχώρηση» να αποκτήσει η Ροδάνθη νομικό πρόσωπο, επιλέγοντας την προστασία και την ασφάλεια, κι επιδιώκοντας να αποκτήσει η Ροδάνθη κυρίως πολιτιστικό προσανατολισμό (συνεργατικό καφενείο και βιβλιοπωλείο).
Ο Ριβέρης όχι μόνο ακούει αλλά και κατανοεί βαθιά, όντας άλλωστε κι ο ίδιος στο παρελθόν -ως φοιτητής- ενεργό μέλος στον αντιεξουσιαστικό χώρο, έχοντας κι ο ίδιος προσδοκίες για έναν κόσμο καλύτερο όπου δεν μπορείς να «κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια», και -στα πιο πρόσφατα χρόνια- βλέποντας στη σύγχρονη κοινωνία την «οικονομική και κοινωνική παρακμή» που τον έφερε να ψηφίσει «όχι» σε ένα σύστημα που θρέφει τους λίγους από τις σάρκες των πολλών. Είναι άλλωστε γνωστή η αντισυμβατική δράση του (απ’ τις προηγούμενες υποθέσεις), και δεν είναι τυχαίο που ο σύντροφος της Ιφιγένειας, Κύρος Σταματίου, ανέτρεξε σε κείνον. Έχοντας λοιπόν τη σχετική εμπειρία, κατάλαβε αμέσως ότι οι λόγοι της απαγωγής είναι πολιτικοί.
Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου αποκαλύπτεται ότι οι ριζοσπάστες της Ροδάνθης, Ιφιγένεια και Αχιλλέας, έχουν στοιχεία που μπορούν να τινάξουν στον αέρα τους συντηρητικούς/ακροδεξιούς οικονομικούς κύκλους, κύκλους που κυριαρχούν κι ασκούν εξουσία, καθώς απλώνουν τα πλοκάμια τους στα νοικοκυριά των φοβισμένων ανθρώπων∙ εκείνων που, πιο αδύναμοι οικονομικά, ζητούν ασφάλεια, ενίσχυση και προστασία. Στον αντίποδα επομένως των δυναμικών κινηματιών που ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο είναι «οι κρατούντες», που στην περίπτωσή μας εκπροσωπούνται από δυο αλληλοεξαρτώμενα συστήματα (το «παλιό» και το «νέο»), δυο κυκλώματα πατρωνίας: τους Στουδίτες και τη Uniform. Συμπληρωματικά, ιδρύθηκε απ’ τους ίδιους η ΜΚΟ «Σόλιδος», που εγκαταστάθηκε στη Βίλα Μπελαρόγια (αφού, όπως είπαμε, κάηκε από τους φασίστες) και άρχισε να λειτουργεί ως «οργάνωση φιλανθρωπικών δράσεων και πολιτιστικών περιηγήσεων στην πόλη», αλλά ουσιαστικά ως βιτρίνα, δηλαδή ως «πλυντήριο» του κύκλου αυτού «προστασίας».
Οι Στουδίτες ήταν μια «βυζαντινή» αδελφότητα που πήρε το όνομά της από τον «μεγάλο αδερφό Θεόδωρο Στουδίτη»[2] και θεωρητικά είχε σκοπό την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά στην ουσία παρείχε («πουλούσε») προστασία στους αδύναμους οικονομικά («κυρίως στα απολωλότα πρόβατα») που γίνονται όλο και περισσότεροι καθώς επιδεινώνεται η κρίση, φυαικά με πλούσια ανταλλάγματα. Πρόκειτο για μια «φατρία» πατρωνίας που όχι μόνο ως δομή θυμίζει τα αντίστοιχα κυκλώματα της ρωμαϊκής/βυζαντινής εποχής, αλλά οργανώθηκε με κώδικες βυζαντινούς, ιεραρχία και ιδιότητες (επαγγέλματα) παρμένα από τη βυζαντινή εποχή (π.χ. πριμηκήριος, σακελλάριος) κλπ. Υπήρχαν βέβαια και οι «πάτρωνες» και οι «πελάτες» -οι προστατευόμενοι-, κι αυτοί κωδικοποιημένοι πίσω από βυζαντινές ιδιότητες. Στη συνέχεια, καθώς οι Στουδίτες διχάστηκαν, τα ίδια σχεδόν πρόσωπα κράτησαν την ίδια δομή και ίδρυσαν τη Uniform (ανώνυμη επιχείρηση), «εταιρία ανάληψης και διενέργειας οικονομικών μελετάν για δημόσια και ιδιωτικά έργα και ενίσχυσης ελεύθερων επαγγελματιών μέσω προγραμμάτων», όπως πληροφορεί τον Ριβέρη ο παλιός του γνώριμος (και δικός μας από τον «Χορό της Μέλισσας»), Ανδρέας Γεωργιάδης. Προ κρίσης μελετούσαν έργα και βοηθούσαν στην ένταξή τους σε προγράμματα παίρνοντας φυσικά μίζες, συνεχίζοντας δηλαδή το έργο των Στουδιτών) και μετά την κρίση ξεκίνησαν να πουλάνε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, π.χ. παράγωγα, ομόλογα, διαχείριση χρεών, στοιχήματα κλπ. με εκβιασμούς και μαύρα κέρδη (Το μοντέλο της βυζαντινής πατρωνίας του θύμισε και το σύστημα της πρόνοιας που είχε εφαρμοστεί στο Βυζάντιο).
Όταν πέφτουν στα χέρια της Ροδάνθης τα στοιχεία αυτά (καταχωρημένα τα μέλη του πατρωνικού κυκλώματος και του πελατειακού, όχι με ονόματα αλλά με τους αριθμούς των ΑΜΚΑ), πάλι διαμορφώθηκαν δυο απόψεις μέσα στη συλλογικότητα: η πιο ριζοσπαστική («πόλεμος»), και η πιο μετριοπαθής («περιμένουμε»). Η ουσία όμως είναι ότι οι νεαροί οραματιστές άρχισαν να αντιλαμβάνονται πώς λειτουργεί το σύστημα, πέρα από πολιτική, πέρα από κυβερνήσεις (πέρα από την ανακάλυψη του κυκλώματος, το ενδιαφέρον στοιχείο για μας ήταν ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ένα μέρος του οικονομικού συστήματος. Από τη μια μας μιλούσαν για δημιουργική καταστροφή λόγω της κρίσης, με σκοπό την εκκαθάριση των αγορών από περιττά στοιχεία ώστε να λειτουργούν αποτελεσματικότερα. Και από την άλλη, βλέπαμε μια μαφία να ελέγχει μέρος της τοπικής οικονομίας).
Αυτό είναι το μεγάλο σκηνικό μέσα στο οποίο ξετυλίγεται το κουβάρι του μυστηρίου. Αλλά εφόσον μιλάμε για σκηνικό, δεν πρέπει να παραλείψουμε τον σπουδαίο σκηνογραφικό ρόλο που παίζει η πόλη της Θεσσαλονίκης, στην οποία μας οδηγεί βήμα βήμα ο συγγραφέας (κυρίως μέσα από τη ματιά του Πέτρου Ριβέρη) όχι μόνο με περιγραφική δεινότητα (ενταγμένη στην πλοκή) αλλά με ζωντάνια που μας μεταφέρει τον παλμό, δηλαδή τη ζωή της πόλης, την πορεία από το παρελθόν στο παρόν (το ιστορικό γίγνεσθαι), την κοινωνική ζωή, δηλαδή την «ανθρωπογεωγραφία»- της πόλης, και τις μικροϊστορίες που περικλείει. Οι γνωστοί και άγνωστοι δρόμοι της πόλης, τα στενά της, οι λόφοι της, το κάστρο, τα δρομάκια, οι «δωδεκαώροφες», η παλιά πόλη, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην έρευνα του Πέτρου Ριβέρη, καθώς εξαπολύεται το «κυνηγητό» των υπόπτων. Άλλωστε κι όλη αυτή η «βυζαντινολογία» στην οποία ο ντετέκτιβ βουλιάζει προκειμένου να βγάλει άκρη (τίτλοι όπως κοντόσταυλος, κουβουκλάρια, ρεφενδάριος, τιτουλάριος κλπ) παραπέμπουν στο βυζαντινό παρελθόν, που βρίσκεται στα θεμέλια της ιστορικής Θεσσαλονίκης.
Παράλληλα όμως με το εικονογραφικό σκηνικό, έχουμε πινελιές κι από ένα ολόκληρο δίκτυο από τραγούδια, πίνακες, αγαπημένους τίτλους ή αποσπάσματα βιβλίων, συνταγές, ακόμα και ποιήματα που χαρακτηρίζουν την κουλτούρα των ηρώων, χουντικών, συντηρητικών, ριζοσπαστών ή αριστερών, γυναικών ή αντρών, ανάλογα με το κοινωνικό τους στάτους.
Τα πρόσωπα που εμπλέκονται είναι πολλά, και η εμπλοκή τους αυτή γίνεται με τέτοιον τρόπο που ψυχογραφούνται κιόλας, έχουμε δηλαδή τις περισότερες φορές μπροστά μας ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Η σκιαγράφησή τους γίνεται με αναφορές στις κοινωνικές τους καταβολές, στην οικογενειακή και οικονομική κατάσταση, έτσι ώστε δημιουργείται εντέλει ένα δυναμικό ψηφιδωτό που απεικονίζει την κοινωνία της Θεσσαλονίκης, και όχι μόνο∙ απηχεί όλη την κοινωνία της κρίσης, του 21ου αι. Κι έχουμε τύπους χαρακτηριστικούς ή ιδιαίτερους και από τις δύο «όχθες», μέσα σε μια γκάμα από αναρχοαριστερούς μέχρι ακραίους χουντοβασιλικούς. Κάποιοι είναι και έμπιστοι φίλοι του Ριβέρη, γνώριμοι στους αναγνώστες από τις προηγούμενες υποθέσεις, όπως ο Ρουσέτος (απολαμβάνουμε κουλτουριάρικες ατάκες) ο Κορμοράνος, και ο Αντρέας Γεωργιάδης (κάτω από την κυβερνητική εξουσία δρα συνήθως η εθιμική εξουσία, η οποία είναι πολύ πιο πραγματική, πολύ πιο ισχυρή). Μέσα από τους διαλόγους μαθαίνουμε τις σκέψεις του Ριβέρη και το πόσο έχει προχωρήσει η έρευνά του.
Αξίζει μέσα από τα πολλά πρόσωπα να ξεχωρίσουμε και τον κομβικό Επιμενίδη που ήταν ψευδομάρτυρας στον «χορό των μελισσών» (για την ακρίβεια αρχηγός δικτύου!). Άνθρωπος της πιάτσας, εκπροσωπεί απόλυτα το «βαθύ κράτος» με κεφάλαια από ενεχυροδανειστήριο-φάντασμα που δεν «φαίνονται» πουθενά, απέκτησε δύναμη με εκβιασμούς και λαμογιές. «Γέννημα θρέμμα μιας ετεροτοπίας» -του υπόκοσμου και τη φυλακής-, με τη μετέπειτα θέση του στους Στουδίτες ως ρεφενδάριου (εκείνος που μετέφερε τα αιτήματα του λαού στον αυτοκράτορα, στο βυζάντιο), κρατά τα κλειδιά της υπόθεσης και παίζει βασικό παιχνίδι στην επικοινωνία των δυο διαφορετικών κόσμων.
Ένα κλειδί ακόμα στην υπόθεση είναι και η «κουβουκλάρια», που στη βυζαντινή ορολογία σημαίνει καμαριέρα. Η συμπαθής και συναισθηματική Τάνια, αναγκασμένη λόγω οικονομικών να αξιοποιήσει τα θέλγητρά της ως… πόρνη πολυτελείας, διεισδύει στον μηχανισμό και δίνει πολύτιμες πληροφορίες (φροντίζει μεταξύ άλλων για το συμμάζεμα αξιόπιστων οίκων γνωρίζοντας και ικανοποιώντας τις ορμές των αντρών).
Ασφαλώς δεν είναι δυνατόν αλλά ούτε και υπάρχει λόγος να αποκαλυφθούν σ αυτήν την ανάρτηση όλα τα μικρά και μεγάλα μυστικά του Ριβέρη, που αποδεικνύεται αδίστακτος (μεταμφιέζεται, εκτελεί «μία από τις πιο επικίνδυνες αποστολές του», ρισκάρει την ίδια του τη ζωή), τον βγάζουν από τον λαβύρινθο και οδηγούν την υπόθεση σε αξιοπρεπή -και όχι τόσο αναμενόμενη- λύση. Να επισημάνω μόνο ότι υπάρχουν κάποια «κλειδιά» που παραπέμπουν ελαφρώς στο απίστευτο (αλλά όχι στο απίθανο), όπως ο ρόλος των ταξιδιωτικών περιστεριών, οι ευρηματικές κρυψώνες και τα κωδικοποιημένα μηνύματα, που είναι βέβαια συνήθη σε αστυνομικά και σε νουάρ και δίνουν τον πικάντικο χαρακτήρα που κάνει το είδος αξιολάτρευτο.
Επίσης, το πολύ αριστοτεχνικά δομημένο έργο με τους πολύ παραστατικούς διαλόγους χαρακτηρίζεται κι από μια άλλη αρετή: η πλοκή περιστρέφεται κάθε φορά γύρω από ερωτήματα/απορίες που απασχολούν τον Ριβέρη όπως και τον αναγνώστη, και είναι συνεχή και αλλεπάλληλα (δηλ. όταν δίνεται απάντηση στο ένα, εγείρεται ένα άλλο) π.χ. πώς έμαθαν οι Στουδίτες/Uniform τις προθέσεις της Ιφιγένειας και οδηγήθηκαν στην απαγωγή της; Πώς με τη σειρά τους πληροφορήθηκαν τα μέλη της Ροδάνθης τα στοιχεία των πατρώνων και των πελατών; Τι νόημα είχαν τα ελάφια; Που κρατείται η Ιφιγένεια, αν είναι ζωντανή; Και κυρίως, γιατί χρησιμοποιήθηκαν οι βυζαντινές ιδιότητες από τους Στουδίτες και τη Uniform; (αξίζει να παραθέσουμε μιαν απάντηση: γιατί η άρχουσα τάξη θέλει πάντα να προσδίδει ένα ιστορικό κύρος και μια μεταφυσική διάσταση στην πρακτική της εκμετάλλευσης στην οποία επιδίδεται).
Το στοιχείο όμως που προσωπικά περισσότερο με γοήτευσε, γι’ αυτό το αφήνω για την παράγραφο- κατακλείδα- είναι ο ίδιος ο Ριβέρης. Εξακολουθεί να ψυχογραφείται και να βαθαίνει η γνώση μας γι’ αυτόν, και σ αυτό διαφέρει από τα συνήθη νουάρ αστυνομικά: δεν είναι απλώς ένας συμπαθής «τύπος», δηλαδή με τυπικά χαρακτηριστικά. Είναι ένας χαρακτήρας ολοκληρωμένος, ή μάλλον εν εξελίξει∙ πανέξυπνος, όχι μόνο με την ευφυΐα των λογικών εξισώσεων, αλλά με συναισθηματική ευφυΐα, αυτό που λέμε τελευταία «ενσυναίσθηση»∙ παίρνει υπόψη την ψυχολογία των εμπλεκομένων για να ξετυλίξει το κουβάρι, για την οποία ψυχολογία ο συγγραφέας έχει φροντίσει να μας υποψιάσει, σε χρόνο ανύποπτο∙ με πλούσιο συναισθηματικό κόσμο, με τις δικές του αντιφάσεις, τη δική του αίσθηση του «χρέους», με τα δικά του «ρήγματα».
«Ρήγματα» ονομάζει ο συγγραφέας τις «ρωγμές» της ζωής του Πέτρου Ριβέρη, σταθμούς πυκνών βιωμάτων που καθόρισαν τις συντεταγμένες του χαρακτήρα του, (όπως π.χ. η απώλεια των γονιών σε πολύ μικρή ηλικία), που αποδίδονται με πιο λυρικό τρόπο και μάλιστα σε β΄ενικό, σαν προσωπική εξομολόγηση. Τρία «ρήγματα» που παρατίθενται στην αρχή, και τρία στις τελευταίες σελίδες, σχεδόν σε κυκλικό σχήμα, βουτιές κυριολεκτικές και μεταφορικές στο παρελθόν, αλλά και στον συναισθηματικό κόσμο π.χ. η Θεσσαλονίκη ξανοίγεται στο βλέμμα σου, ίδια γυναίκα που την έμαθαν να ντύνεται στα γκρίζα, ενώ η καρδιά της είναι γεμάτη χρώματα/η χαρά ότι υπάρχει μια άλλη ζωή, κάτω απ’ αυτή που σε μεγάλωσαν ο παππούς και η γιαγιά/πάντοτε πίστευες ότι το προσωπικό δεν παύει να είναι και πολιτικό. Κι όταν στο τέλος παίζει τη ζωή του κορώνα-γράμματα, αναζητά τα όρια όχι μόνο τα δικά του (να συναντήσει στους ιστούς της -της Θεσσαλονίκης-όλα αυτά που δεν πρόλαβε να κάνει σε διάφορες περιόδους της ζωής του, να ισορροπήσει πάνω στα οστά της τις αντιφατικές γωνίες θέασης που του επιφύλασσε η πολυδιάστατη ζωή. Να ζήσει τον δικό του καιρό των ρόδων), αλλά και τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και αλήθειας, βάζοντας τη συνείδησή του πάνω απ’ όλα, γιατί «ήδη το έχεις μάθει» ότι
η πραγματικότητα μπορεί να κρύψει και την αυθεντικότερη αλήθεια,
γιατί,η αλήθεια και η πραγματικότητα έχουν συχνά αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ τους.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Εβραίος πολιτικός του σοσιαλιστικού κινήματος στη Θεσσαλονίκη, αρχές του 20ου αι., ιδρυτικό μέλος της σοσιαλιτικής Φεντερασιόν
[2] Βυζαντινός μοναχός και ηγούμενος στη μονή Στουδίου (759-826), υπερασπιστής των εικόνων στην πεερίοδο της εικονομαχίας