Πόσο ενδιαφέρουσα σκέψη,
είπε από μέσα του ο Φέργκιουσον∙
να φαντάζεται πόσο διαφορετικά
θα ήταν τα πράγματα γι’ αυτόν
παρόλο που ήταν ο ίδιος.
Το ίδιο αγόρι σε
διαφορετικό σπίτι με διαφορετικό δέντρο.
Το ίδιο αγόρι με
διαφορετικούς γονείς.
Το ίδιο αγόρι με τους
ίδιους γονείς που δεν έκαναν τα ίδια πράγματα με τώρα.
Κι αν είχε πέσει απ’ το
ίδιο δέντρο κι είχε σπάσει και τα δυο πόδια;
Κι αν είχε σκοτωθεί;
(σελ. 82)
Δεν θα διάβαζα το τεράστιο
αυτό βιβλίο αν δεν ήταν δώρο, παρόλο που ο Πολ Όστερ είναι από τους αγαπημένους
μου συγγραφείς (δε νομίζω να υπάρχει δικό του γραπτό που να μην το έχω
αγοράσει/διαβάσει), και παρόλο που τα μεγάλα μυθιστορήματα είναι για μένα πιο
δελεαστικά. Πρόκειται για 1217 (!) σελίδες μεγάλου μεγέθους γεμάτες ονόματα και
συγγένειες, κι αυτό ήταν αρκετό για να με αποθαρρύνει. Πήρα ωστόσο βαθιά ανάσα,
κι αν εξαιρέσουμε τις φλύαρες 100 πρώτες σελίδες (αυτό που εγώ ονομάζω «αμερικανική»
φλυαρία, δηλαδή περιγραφικές λεπτομέρειες-παρενθέσεις που αναδεικνύουν -ναρκισσιστικά- έναν τρόπο ζωής, τον αμερικάνικο!), το
μυθιστόρημα αυτό ρούφηξε κυριολεκτικά το ενδιαφέρον μου, και από την σελίδα 150
και μετά δεν ήθελα να τελειώσει!
Όλα στηρίζονται σε ένα «αν»,
ή μάλλον σε κάποια «αν», και το αποτέλεσμα είναι τέσσερις βασικές εκδοχές, τέσσερις
βιογραφίες δηλαδή του ίδιου προσώπου, του Άρτσι Φέργκιουσον, κι αυτό ακριβώς
υποδηλώνει και ο τίτλος «4 3 2 1». Τέσσερις διαφορετικές πορείες της ίδιας
προσωπικότητας που εξελίσσονται διαφορετικά
καθώς διαφορετικά, «τυχαία» γεγονότα τέμνουν τη γραμμική συνέχεια του
βίου του (και ποιος δεν έχει αναρωτηθεί, για τη δική του ζωή, πώς θα
εξελίσσονταν τα πράγματα αν είχε π.χ. διοριστεί σε άλλη πόλη, αν είχε
συναντήσει άλλους ανθρώπους κλπ κλπ;). Έτσι, βλέπουμε ότι ο Πολ Όστερ κάνει
πράξη ένα πιθανολογικό παιχνίδι, δίνοντας ίσως μια «μεταμοντέρνα» λύση στο αδιέξοδο όπου φτάνει κάποτε κάποτε ο
συγγραφέας, πώς δηλαδή θα συνεχίσει με τον ήρωα/ήρωές του και πώς θα στριμώξει
όλες τις πιθανές εκδοχές που κατακλύζουν τη φαντασία του.
Είναι λίγο δύσκολο αλήθεια να
θυμάσαι τις διαφορετικές συνθήκες κάθε χωριστής βιογραφίας∙ προσωπικά κρατούσα
στοιχειώδεις σημειώσεις, διευκολύνει όμως και η δομή, που πέρα από το πρώτο
κεφάλαιο (1.0) όπου δίνονται τα πρώτα και βασικά βιογραφικά στοιχεία της
οικογένειας, οι 6 ενότητες χωρίζονται σε 4 υποκεφάλαια κάθε μια (1.1,1.2 -1.4, 2.1,
2.3, 2.4, 3.1 κλπ) για να συνεχίζει ο αναγνώστης το νήμα κάθε βιογραφίας από
κει που το άφησε. Έτσι βλέπουμε τους 4 διαφορετικούς Φέργκιουσον να μεγαλώνουν
από την ηλικία των πέντε μέχρι περίπου τα 22 (ένας απ’ όλους πεθαίνει στα 15),
τέσσερις λοιπόν ενδεχομενικές ιστορίες «ενηλικίωσης». Κάποιοι Φέργκιουσον μάλιστα
σκοτώνονται.
Δεν είναι όμως αυτό το «εύρημα»
που κάνει ξεχωριστό το βιβλίο (που δεν είναι και τόσο πρωτότυπο, απλώς ο Όστερ
πραγματικά εξαντλεί τα όριά του)… Δεν
είναι καν η πληθωρική γραφή (γιατί η
πληθωρικότητα τις περισσότερες φορές είναι κουραστική)∙ αυτό που συναρπάζει
είναι η ουσιαστική εμβάθυνση στα διλήμματα, ηθικά και διανοητικά, που ανοίγουν
οι διαφορετικοί δρόμοι που συναντά το συγκεκριμένο πρόσωπο/χαρακτήρας στη ζωή
του. Ο συγγραφέας δίνει ζωντάνια και βάθος στον ήρωα, που ακολουθώντας σε κάθε
εκδοχή τις διαφορετικές επιλογές που του παρουσιάζονται, κάτω από διαφορετικές
συνθήκες/απρόοπτα γεγονότα και περιορισμούς, ξεδιπλώνει τους πολλούς «εαυτούς»
που κρύβονται μέσα του (όπως βέβαια θα συνέβαινε σε όλους μας) βρίσκοντας
εντέλει τον «αληθινό του εαυτό», έναν κοινό παρονομαστή. Έτσι, βλέποντας την
υπόθεση μακροσκοπικά νιώθεις αυτήν την
αντίθεση του μόνιμου (της «μόνιμης προσωπικότητας», των πιο σταθερών
στοιχείων/προτιμήσεων/ηθικών επιλογών) και του τυχαίου, του περιστασιακού, του
εξωτερικού, παράγοντα.
Επίσης, το ενδιαφέρον
έγκειται στο ότι ο Φέργκιουσον είναι ένα έξυπνο, ευαίσθητο και… γενικότερα συμπαθητικό
άτομο (ευτυχώς!) και απολαμβάνουμε τις μεταλλαγές του στην πιο ευαίσθητη ηλικία διαμόρφωσης, την παιδική-
εφηβική και πρώτη νιότη. Τον παρακολουθούμε στενά δηλαδή, ενώ είναι -ακόμα-
ιδιαίτερα ευάλωτος, εύπλαστος, με ορμή και πάθος. Τέλος, δεδομένου ότι
γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου του 1947 (μεταπολεμικά δηλαδή, σε μια Αμερική που
«βράζει» από ιδέες και γεγονότα, βλέπουμε με περισσό ενδιαφέρον μια ολόκληρη
κοινωνία που σπαράσσεται από αντιφάσεις (δολοφονίες, πολέμους, φυλετικές
διακρίσεις, καταστολή στα πανεπιστήμια) και τους «διαφορετικά ίδιους» τρόπους
με τους οποίους ο ήρωάς μας χειρίζεται κάθε φορά αυτές τις αντιφάσεις.
Ο Άρτσι Φέργκιουσον, λοιπόν,
γεννημένος στο Νιούαρκ, μοναδικός γιος και καρπός μεγάλου έρωτα του Στάνλεϊ Φέργκιουσον (Εβραϊκής καταγωγής, ο
παππούς μετανάστης) και της όμορφης και πανέξυπνης Ρόουζ Άντλερ, πολωνορωσικής
καταγωγής, χαρακτηρίζεται από ερευνητικό και παρατηρητικό πνεύμα, από την αγάπη
αλλά και το χάρισμά του στον αθλητισμό (μπέιζμπολ και μπάσκετ), για τη
λογοτεχνία και τα βιβλία γενικότερα, για την ποίηση και τη δημοσιογραφία, ενώ
σε όλες τις λοξοδρομήσεις της ζωής του δεν είναι αδιάφορος στα πολιτικά, εφόσον
εκδηλώνεται με μετριοπάθεια μεν, αλλά με προοδευτικές και αντιπολεμικές πάντα
τάσεις. Αυτά δεν αλλάζουν ενώ δεν αλλάζουν τα μοναδικά σε ένταση ερωτικά
συναισθήματά του Φέργκιουσον για την Έιμι, την εγγονή του προϊσταμένου της
μάνας του. Επίσης, δεν αλλάζουν τα περισσότερα πρόσωπα και κάποιες εξ αίματος
συγγένειες (θείες, θείοι, ξαδέρφια κλπ), παρά μόνο αν και όταν οι διαφορετικές
συνθήκες, π.χ. πυρκαγιά, θάνατος πλήττουν κι αυτούς. Ο πατέρας ασχολείται με
επιχειρήσεις, η ταλαντούχα μάνα με τη φωτογραφία. Αυτές είναι κάποιες σταθερές, όπως και άλλα
πρόσωπα βεβαίως, αλλά και οι χαρακτήρες και τα συναισθήματα ανάμεσά τους σε
γενικές γραμμές είναι πάνω κάτω τα ίδια.
Ποια είναι λοιπόν αυτά τα «αν» που φέρνουν τεθλασμένες στη γραμμική
πορεία της ζωής, και, καμιά φορά, τα πάνω κάτω; Αν καταστραφεί με πυρκαγιά η
επιχείρηση του πατέρα, αν πεθάνει και ο πατέρας μέσα στην πυρκαγιά, αν χωρίσουν
οι γονείς, αν χτυπήσεις σε τροχαίο και χάσεις δυο δάχτυλα ενώ είσαι αστέρι στο
μπέιζμπολ, αν πεθάνει ο καλύτερός σου φίλος την ώρα του παιχνιδιού από
ανεύρυσμα, αν η μητέρα σου παντρευτεί τον πατέρα της αγαπημένης σου κλπ κλπ.
Άπειρα μοιραία συμβάντα, αλλά και «μικρές» λοξοδρομήσεις που κάνουν τους βίους
του ίδιου προσώπου να αποκλίνουν σε απίστευτο, αντιδιαμετρικό κάποτε βαθμό, ενώ
όπως πάντα ο συναισθηματικός ψυχοσωματικός πυρήνας παραμένει ο ίδιος! Γιατί,
διαφορετικά ξεδιπλώνεται η ζωή σου αν έχεις χρήματα να πληρώσεις το Κολούμπια,
και διαφορετικά αν είσαι φτωχός.
Έτσι, π.χ., σε κάποια από τις
εκδοχές η οικογένεια είναι ζάπλουτη («αναπτυσσόμενη
αυτοκρατορία» από υποκαταστήματα) και ζει με υπερβολική πολυτέλεια (εδώ η
μητέρα-καλλιτέχνις-φωτογράφος δεν δουλεύει), ένα οικογενειακό στάτους που
φέρνει δυσφορία στον Άρτσι που δεν θέλει
καν να αλλάξουν σπίτι. Σε κάποια άλλη είναι φτωχοί και δύσκολα τα βγάζουν πέρα
(ιδιαίτερα σε κείνην κατά την οποία μένει ορφανός, αν και γρήγορα η μάνα
ξαναπαντρεύεται). Ανάλογα με τον δεύτερο γάμο της Ρόουζ, στη μια περίπτωση με
την ποθητή κι ανεπανάληπτη Έιμι είναι
αδέρφια (εξ αγχιστείας φυσικά) ενώ σε κάποια άλλη είναι… ξαδέρφια
(«γλυκοφίλητα», εφόσον εκδηλώθηκε κάποιος πρώιμος έρωτας που αποσοβήθηκε). Σ’ αυτήν μάλιστα την τελευταία περίπτωση, οι
συνθήκες τον σπρώχνουν να ανακαλύψει την τρανσέξουαλ ταυτότητά του, ζει την
πρώτη του σεξουαλική επαφή με άντρα (στην περίπτωση «σεξ χωρίς έρωτα») ενώ σε
κάποια φάση νιώθει ότι είναι τρελά ερωτευμένος και με την Έιμι (το μόνο κορίτσι με το οποίο το σεξ θα
σήμαινε και έρωτα!) και με τον
Τζιμ, τον αδερφό της!!! Δεν διστάζει μάλιστα να κάνει και στους δυο παθιασμένη
εξομολόγηση το ίδιο βράδυ! (παίρνοντας
στην αγκαλιά του τον Τζιμ και την Έιμι είχε
ξεκλειδώσει το μυστικό του σύμπαντος). Σε άλλη πάλι λοξοδρόμηση της
τύχης, ο Άρτσι συνάπτει σχέση με κάποια γυναίκα μεγαλύτερη που ζητά απεγνωσμένα
να κάνει παιδί, κι έτσι έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει ότι είναι στείρος!
Δεν είναι δυνατόν βέβαια,
αλλά ούτε και σκόπιμο, να ξετυλίξω αυτά τα τέσσερα κουβάρια με γραμμικό τρόπο
ώστε να αναφανεί η απρόσκοπτη ροή και η «συνέπεια» που υπάρχει στις τέσσερις αυτές διαφορετικές πορείες του βίου.
Άλλωστε, όπως είπαμε, δύσκολα και ο αναγνώστης αποκτά εποπτεία του «όλου» γιατί
το μυθιστόρημα είναι πολύ εκτενές. Θα ήθελα όμως να επισημάνω ότι το αποτέλεσμα
είναι ένα εκπληκτικό πλέγμα από βιώματα, συναισθήματα και σκέψεις πάνω στην
εφηβεία και τις κυκλοθυμίες της, στον έρωτα, τη φιλία, τη σχέση με τους γονείς
και τους συγγενείς (π.χ. αγαπημένη θεία, αγαπημένη ξαδέρφη, παππού), στον
αθλητισμό. Δεδομένου μάλιστα ότι ο Φέργκιουσον από πολύ μικρός αγαπά το
διάβασμα, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο αλλά και τη δημοσιογραφία, έχουμε
απαράμιλλες σελίδες με προβληματισμούς καίριους πάνω στην τέχνη, ενώ και οι
επιλογές σπουδών, ανάλογα κάθε φορά με τις συνθήκες, μπορεί να είναι
διαφορετικές αλλά πάντα μέσα στα πλαίσια αυτών των προτιμήσεων (λογοτεχνία,
ποίηση, δημοσιογραφία). Ο θάνατος επίσης
(ιδιαίτερα του πατέρα, του φίλου του Άρτι Φέντερμαν, αλλά και του παππού σε δυο
διαφορετικές εκδοχές) καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις σκέψεις και τις επιλογές
του Άρτσι. Τέλος, όπως είπαμε και παραπάνω, τα πολιτικά γεγονότα στην Αμερική
στο διάστημα 1947 -1971 που ήταν τόσο καθοριστικά για την Ιστορία του 20ου
αιώνα, αποτυπώνονται στις δράσεις και στις
σκέψεις των νεαρών φοιτητών, του Άρτσι και των φίλων του, και αντανακλούν το πνεύμα της σύγχρονης ζωής.
ΠΙΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ
Θάνατος
Η αναλυτική γραφή του Όστερ δίνει εκπληκτικές σελίδες
της παιδικής ψυχολογίας ενός φιλοπερίεργου μικρού αγοριού, που π.χ. 6 χρονών
μαθαίνει εκστατικό την εκτέλεση των Ρόζενμπεργκ (εκεί έξω υπήρχε ένας μεγάλος κόσμος, ένας κόσμος με βόμβες και πολέμους
και ηλεκτρικές καρέκλες και ήξερε από λίγα έως τίποτα γι αυτόν) και
αποφασίζει να μάθει να διαβάζει και να γράφει πριν πάει στην πρώτη τάξη αλλιώς θα καταδίκαζε τον εαυτό του σ’ ένα
ακόμα καλοκαίρι άγνοιας.
Έξι χρονών είναι ο Άρτσι Φέργκιουσον
όταν το 1953 καίγεται η επιχείρηση του πατέρα, κάθε φορά κάτω από κάπως
διαφορετικές συνθήκες, και 6 χρονών είναι όταν ο Φέργκιουσον-3 χάνει και τον
πατέρα του απ’ αυτήν την πυρκαγιά. Η ψυχοσύνθεση του μικρού ορφανού αγοριού που
ζει τη θλίψη και την οικογενειακή αναστάτωση είναι απρόβλεπτα ώριμη, όσο ώριμες
μπορεί να είναι οι σκέψεις και τα συναισθήματα ενός ενήλικα που δεν έχει ακόμα
αλλοτριωθεί από τις ηθικές επιταγές της κοινωνίας: ο φιλομαθής και
φιλοπερίεργος Άρτσι γίνεται τεμπέλης απαθής και αδιάφορος μισώντας τον εαυτό
του και απογοητεύοντας φρικτά τη μητέρα του. Όπως αποκαλύπτεται λίγο αργότερα,
συμμετέχει σ’ ένα «πείραμα»! Γιατί, το ερώτημα
ήταν: γιατί είχε σταματήσει ο θεός να του μιλά; Κι αν ο θεός τώρα σιωπούσε,
αυτό σήμαινε ότι θα σιωπούσε για πάντα ή τελικά θα ξανάρχιζε να μιλάει; Γιατί,
αν ο θεός δεν τον τιμωρούσε αυτό σήμαινε ότι δεν… υπήρχε! (καταλάβαινε ότι ο μόνος τρόπος να απαντήσει στο ερώτημα ήταν να μην
τηρεί τη δική του πλευρά της συμφωνίας όσο συχνότερα μπορούσε, να μην τηρεί τη
δική του πλευρά της συμφωνίας όσο συχνότερα μπορούσε, να αψηφά την προσταγή της
τήρησης των θεϊκών εντολών και μετά να περιμένει να τον τιμωρήσει ο Θεός/ο
Φέργκιουσον δεν ζητούσε κάποια μεγαλειώδη, βιβλική αποκάλυψη (…), όχι θα του
αρκούσε κάτι μικρό). Ένα δείγμα πώς η παιδική ψυχή μεταστοιχειώνει όχι μόνο
το τραύμα αλλά και τις ενοχές που προκαλεί ο πρώιμος θάνατος του πατέρα.
Τέτοιου είδους «παιχνίδια» ψυχικής
εξισορρόπησης, συναισθηματικά «στοιχήματα» που αγγίζουν το όριο της εμμονής,
έχουν κι οι άλλοι Φέργκιουσον (νομίζω χαρακτηρίζει και την ηλικία), όπως ο
Φέργκιουσον-4, που όταν στα 13 του
χρόνια χάνει τον φίλο του στο μπέιζμπολ στην κατασκήνωση από ανεύρυσμα, παρατάει
το αγαπημένο του άθλημα (μου είναι
σημαντικό να τον έχω στο μυαλό μου όσο περισσότερο γίνεται, κι ο καλύτερος
τρόπος να το κάνω, συνειδητοποίησα, ήταν να εγκαταλείψω κάτι προς τιμήν του,
κάτι για το οποίο νοιάζομαι, κάτι σημαντικό για μένα, οπότε διάλεξα το
μπέιζμπολ, το μπέιζμπολ επειδή σ’ αυτό ήταν καλύτερος κι ο Άρτι). Αργότερα,
θα τον δούμε να έχει ανάλογη εμμονή με την αδερφή του Άρτι, την Σίλια (είχε κάτι τρελό αυτή η υπόθεση, τη σαθρή
λογική μιας σκέψης που σου’ ρχεται τα ξημερώματα, η ιδέα ότι μπορούσε να αναιρέσει
την κατάρα του θανάτου του Άρτι αν ερωτευόταν
την αδερφή του νεκρού του φίλου).
Όταν πεθαίνει ο πατέρας του
Φέργκιουσον -4 στα 54 του χρόνια, ο
Φέργκιουσον είναι 21 χρονών, σπουδάζει στο Μπρούκλιν και μαθαίνει τον πρόωρο
θάνατο από τον -άγνωστο- γιο της μητριάς του. Οι σχέσεις πατέρα-γιου είναι
ανύπαρκτες, από καιρό διαταραγμένες (πρόκειται για την εκδοχή των πλούσιων
γονέων): όταν είναι ακόμα παιδί ο Άρτσι, δυσφορεί με τον πλούτο και ασκεί κριτική στην καταναλωτική μανία, και με
οξυδέρκεια παρατηρεί «μόνο και μόνο
επειδή έχουμε λεφτά για κάτι, δεν σημαίνει ότι πρέπει και να τ’ αγοράσουμε».
Συνειδητοποιεί ότι ενώ οι θείοι του δούλευαν
για να ζήσουν, ο πατέρας του έμοιαζε να ζει για να δουλεύει. Και στα 13 του
χρόνια, με σπυράκια και ασταθή φωνή πάνω στη μεταφώνηση, ζητά με επισημότητα
απ’ του γονείς να τον βάλουν σε οικοτροφείο για το γυμνάσιο μόνο και μόνο για
να φύγει «απ’ τον τέλειο κόσμο όπου ζούσε» και
επειδή ο Φέργκιουσον δεν ήθελε να προσβάλει τους γονείς του ομολογώντας ότι ο
λόγος που ήθελε να φύγει ήταν εκείνοι, ότι του είχε γίνει ανυπόφορη η ζωή μαζί
τους κάτω απ την ίδια στέγη, είπε ψέματα (…) Καταλάβαινε πόσο γελοίος πρέπει να
τους ακουγόταν με την ανεξέλεγκτη, απρόβλεπτη φωνή του (…) τα αισθήματα όμως
ήταν αισθήματα, και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του και να μην
αισθάνεται θυμό κι απογοήτευση, διότι καμιά
ηθελημένη πράξη δεν μπορούσε να αλλάξει το πώς αισθάνεται κάποιος.
Όταν οι γονείς χωρίζουν (σε
ό, τι με αφορά, είναι η καλύτερη είδηση που έχω ακούσει εδώ και καιρό), η
σύγκρουση συνεχίζεται καθώς όλες οι επιλογές του Άρτσι αφήνουν τον φιλόδοξο
πατέρα αδιάφορο. Η σύγκρουση με τον πατέρα της 4ης εκδοχής, η
σύγκρουση ουσιαστικά με τον μεσοαστικό τρόπο ζωής, είναι τόσο χαρακτηριστική
της μεγάλης κοινωνικής σύγκρουσης στην αμερικανική κοινωνία (αυτής που οδήγησε
στις τεράστιες φοιτητικές εξεγέρσεις, στο νεολαιίστικα κινήματα των παιδιών των
λουλουδιών, στις διαδηλώσεις για ισότητα, για ελευθερία στις φυλετικές και στις
ερωτικές σχέσεις, επιστροφή στη φύση κλπ και με τη σειρά της επεκτάθηκε στα αντίστοιχα
κινήματα όλου του δυτικού κόσμου στις δεκαετίες του 60 και 70), που αντιγράφω
αυτούσιο κάποιο σχετικό απόσπασμα:
Ο Φέργκιουσον ήξερε πως ο πατέρας του δεν έβγαζε άκρη
μαζί του. Όχι μόνο επειδή του ήταν αδύνατον να καταλάβει γιατί να θέλει να
ασχοληθεί με έναν τομέα τόσο αβέβαιο όπως η συγγραφή βιβλίων κάτι που του έδινε την εντύπωση μιας παραισθητικής τρέλας, ενός
σχεδόν βέβαιου κατήφορου κλπ κλπ, αλλά και επειδή ο καθωσπρέπει αναθρεμμένος
γιος του, που είχε εκτεθεί στα οφέλη της παραδοσιακής, αυτοδημιούργητης
αμερικάνικης επιχειρηματικότητας από τη μέρα που γεννήθηκε, τώρα σνόμπαρε τις ευκαιρίες που του είχαν δοθεί
για πρόοδο και επιτυχία στη ζωή για να χαραμίσει τα καλοκαίρια του δουλεύοντας
σαν ανειδίκευτος εργάτης, μοχθώντας για έναν ηλίθιο που είχε παρατήσει τα
κολέγιο κι έκλεβε την εφορία.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι
ο «καβαντζωμένος επιχειρηματίας» όχι μόνο δεν πληρώνει διατροφή αλλά έχει
σταματήσει να δηλώνει τον γιο του ως εξαρτώμενο μέλος στη φορολογική του
δήλωση, κοινώς τον έχει αποκληρώσει κι έτσι σταματούν κάθε επαφή.
Ο θάνατος λοιπόν αυτού του
άγνωστου, ή μάλλον ανύπαρκτου πατέρα πέφτει σαν κεραυνός στον 21χρονο Άρτσι μα δεν μπορούσε να νιώσει τίποτα πέρα από ένα
τεράστιο βάρος να πιέζει το κεφάλι του, έναν δεκάτονο βράχο να τον ακινητοποιεί
ως τους αστραγάλους και τις πατούσες του, και έπειτα λίγο λίγο το βάρος
στράφηκε προς τα μέσα και παραγκωνίστηκε από τον τρόμο, έναν τρόμο που σερνόταν στο σώμα του και βούιζε στις
φλέβες του, και μετά τον τρόμο, μια
εισβολή σκοταδιού, σκοτάδι μέσα του και γύρω του και μια φωνή στο κεφάλι του να
του λέει πως ο κόσμος δεν ήταν πια αληθινός.
Αγάπη- Φιλία- Έρωτας
Ένα από τα παράξενα του να είναι ο
εαυτός του, είχε ανακαλύψει ο Φέργκιουσον, ήταν πως φαινόταν να υπάρχουν πολλοί
εαυτοί του, ότι δεν ήταν απλώς ένα άτομο αλλά μια συλλογή από αντιφατικούς
εαυτούς, και κάθε φορά που βρισκόταν με διαφορετικό άτομο ήταν διαφορετικός κι
αυτό ο ίδιος.
Όλο το βιβλίο είναι ποτισμένο
απ’ την αναζήτηση του συναισθήματος, γιατί είναι και χαρακτηριστικό της
ενηλικίωσης, αλλά και γιατί ο ευαίσθητος στην έκφραση Φέργκιουσον προσπαθεί
κάθε φορά να φιξάρει στη συνείδησή του
την ιδιαιτερότητα της εκάστοτε σχέσης (δεν είναι τυχαίο που τον συγκινεί η
γλώσσα, η συγγραφή κλπ), είτε είναι φίλος, είτε συγγενής, είτε απλώς γνωστός
(σημειώνω ότι το μυθιστόρημα είναι γραμμένο στο γ΄ενικό, παρόλ αυτά η εστίαση
μοιάζει πολύ με εσωτερική γιατί ακολουθούμε στενά το βίωμα του πρωταγωνιστή). Η
σχέση με τη μάνα, τη Ρόουζ είναι πάντα –σε όλες τις εκδοχές- σταθερή και
δεδομένη, χωρίς να φτάνει στα όρια της αδυναμίας.
Βλέπουμε από κοντά δυνατές
φιλίες σε διαφορετικά επίπεδα και με τη
δροσιά της ηλικίας που κάθε φορά είναι διαφορετική. Άπειρες αποχρώσεις ερωτικών
σκιρτημάτων και αποκλίσεων, από διστακτικά άγουρα φιλιά στα 12 χρόνια, μέχρι προεφηβικά
ειδύλλια (όπου η μέση σχέση κρατούσε δυο
βδομάδες και το να είσαι ζευγάρι δυο μήνες ισοδυναμούσε με δέκα χρόνια γάμου),
από πληγωμένες ηρωίδες που ερωτεύεται στα 15 του (η εφηβεία τρέφεται με το δράμα, είναι στα καλύτερά της όταν ζει in extremis/τη γοητεία
των κοριτσιών όπως η Ανν Μαρί την τροφοδοτούσε ακριβώς η δυστυχία τους) μέχρι προσήλωση (που μπορούμε να την πούμε αγάπη)
στην πόρνη Τζούλι, σχέση με μαύρη (που η
μάνα της δεν θέλει τον Άρτσι γιατί είναι λευκός!) και διάφορες διαβαθμίσεις σε
ομοφυλοφιλική σχέση μέχρι «εξυπηρέτηση» επί πληρωμή, σκηνικό όμως που τον
γέμισε τόση αηδία που πέταξε τα λεφτά απ’ το μπαλκόνι. Ίσως δεν είναι τυχαίο
που ο Φέργκιουσον-3 και μόνο, αυτός δηλαδή που έχασε τον πατέρα του από οικτρό
θάνατο στα 6 του χρόνια, δυσκολεύτηκε να βρει τη σεξουαλική του ταυτότητα και
ήταν αμφιφυλόφιλος, βασικά όμως ομοφυλόφιλος.
Όμως ο μόνιμα αξεπέραστος
έρωτας ήταν η Έιμι, κι ας εμπόδιζαν κάποιες φορές οι κοινωνικές συνθήκες να
συνευρεθούν. Ο ερωτισμός είναι βαθύς και ασυγκράτητος σ’ όλες τις εκδοχές, ιδιαίτερα
απ’ την πλευρά του Άρτσι, και πάντα η επικοινωνία είναι οριακή ανάμεσα στον έρωτα
και στην αγάπη αλλά μόνο ο Φέργκιουσον-2 ολοκληρώνει τον τρελό έρωτά του με την Έιμι (γιατί στην
μια εκδοχή ο Άρτσι πεθαίνει 13 χρονών, ενώ στις άλλες δύο είναι αδέρφια ή
ξαδέρφια εξ αγχιστείας). Ο Όστερ μάς χαρίζει υπέροχες σελίδες της προσέγγισης,
ψυχικής και σωματικής, δυο παρθένων και πολύ παθιασμένων εφήβων και στη
συνέχεια νεαρών φοιτητών, με πολλά όνειρα και ποικίλες δραστηριότητες, που δεν
χάνουν την ευκαιρία να ζήσουν το πάθος τους, ένα πάθος που καταλήγει στο
τροχαίο που στοίχισε τα δύο δάχτυλα του Άρτσι. Η υποδειγματική στάση της Έιμι
στα συμπλέγματα που αναπτύχθηκαν στον Άρτσι λόγω της αναπηρίας του, τους έφερε
πολύ κοντά, άλλο αν στα φοιτητικά χρόνια οι διαφορετικοί τους χαρακτήρες
έβγαλαν στην επιφάνεια αντιθέσεις που οδήγησαν στον χωρισμό.
Λογοτεχνία, δημοσιογραφία, ποίηση,
κινηματογράφος
Ο Φέργκιουσον κατάλαβε ότι
ο κόσμος ήταν φτιαγμένος από ιστορίες.
Ο Φέργκιουσον-1-2-3-4 είναι ανήσυχο πνεύμα, φιλοπερίεργο και
δημιουργικό. Δυο μεγάλες αγάπες τον διαμορφώνουν, που κάθε φορά τον συναντούν
με διαφορετικό τρόπο: η λογοτεχνία και η δημοσιογραφία. Τον βλέπουμε από την
πολύ παιδική ηλικία ακόμα να διαβάζει με πάθος (διάβαζε τα βιβλία που του έστελνε η θεία Μίλντρεντ με μια λαχτάρα που
έμοιαζε με σωματική πείνα) και να
κάνει παιχνίδια με τις λέξεις, με τη γλώσσα, ενώ με τον φίλο του Χάουαρντ που
έχει ταλέντο στο σκίτσο φτιάχνουν απίθανα παιχνίδια με λέξεις (τον συναντά και
ο Φέργκιουσον-4, μεγάλο πια, και πάλι έχουν απίστευτη επαφή). Πέρα όμως από το
διάβασμα -κυρίως λογοτεχνίας, τον προσελκύει και η ανάγνωση της επικαιρότητας»,
η δημοσιογραφία.
Η λατρεία του προς τις
εφημερίδες τον σπρώχνει σε στοχασμούς και συνειδητοποιήσεις από μαθητή ακόμα,
που διαβάζει κάθε πρωί εφημερίδα (η
γοητεία των εφημερίδων ήταν τελείως διαφορετική από τη γοητεία των βιβλίων. Τα
βιβλία ήταν συμπαγή και μόνιμα, και οι εφημερίδες ήταν σαθρά, εφήμερα
αναλώσιμα, με το που τα πετούσες με το που τα τέλειωνες. (…) Τα βιβλία
προχωρούσαν σε μια ευθεία γραμμή από την αρχή ως το τέλος, ενώ οι εφημερίδες
πάντα ήταν σε πολλούς τόπους ταυτόχρονα, ένα συνονθύλευμα συγχρονισμού και
αντίφασης, με πολλαπλές ιστορίες να συνυπάρχουν στην ίδια σελίδα, η καθεμιά να
παρουσιάζει μια διαφορετική πτυχή του κόσμου (…) και κάθε πρωί ο Φ. αγαλλίαζε
με το όλο χάλι, διότι αυτός ήταν ο κόσμος, ένιωθε, ένα μεγάλο συγχυσμένο χάλι,
με εκατομμύρια διαφορετικά πράγματα να συμβαίνουν την ίδια ώρα).
Ο Φέργιουσον-1 μάλιστα,
εκδίδει μόνος του σχολική εφημερίδα (μια
ευκαιρία να δημιουργήσει το δικό του χάλι, τον δικό του κόσμο). Εδώ έχουμε αρκετά
σπαρταριστά επεισόδια, όπου ξεδιπλώνονται άπειρα ηθικά διλήμματα στην παιδική
φιλόδοξη ψυχή: να μοιραστεί τη δόξα του με τον Τίμερμαν, ένα έξυπνο και
δημοφιλές αγόρι, που τον πολιορκεί για να συμμετέχει στην έκδοση (ο Μαχητής ήταν εξαρχής προορισμένος να είναι
παράσταση για έναν ρόλο, δική του παράσταση); πώς να χειριστεί την
κατάσταση εφόσον ο Τίμερμαν είναι φίλος του; πώς να χειριστεί το ότι ο Τίμερμαν
έγραψε ένα δοκιμαστικό άρθρο που δεν ήταν
φρικτά άσχημο, σε κάθε περίπτωση, του έλειπε όμως το κέφι στο οποίο ήλπιζε ο
Φέργκιουσον, εκείνη η στάλα του χιούμορ που θα έκανε το τετριμμένο του θέματος
αξιανάγνωστο; Τέλος, επηρεασμένος
από τα γεγονότα των εφημερίδων (όχλος στη Βενεζουέλα επιτίθεται στον Ρίτσαρντ
Νίξον: ΚΟΥΤΣΟΥΚΕΛΑ ΣΤΗ ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑ!) βουτάει στα βαθιά νερά της πολιτικής
δημοσιογραφίας, γράφει φαρδιά πλατιά τις αιρετικές του απόψεις για να κάνει
απανωτά «λάθη» και να βρει φυσικά τον μπελά του και από τον φίλο του αλλά και
από τη διοίκηση του σχολείου!
Ο Φέργκιουσον-2 διαβάζει κι
αυτός πολλή λογοτεχνία αλλά πιάνει δουλειά στους Montclair Times (θεωρούσε εαυτόν άνθρωπο της λογοτεχνίας,
έναν άνθρωπο του οποίου το μέλλον θα ήταν αφιερωμένο στη συγγραφή βιβλίων, και
όση σημασία κι αν είχαν οι εφημερίδες, ήταν βέβαιο πως το να γράφεις σε αυτές
καμιά σχέση δεν είχε με την τέχνη), στη συνέχεια στη φοιτητική εφημερίδα Spectator (του
Κολούμπια), για να παραιτηθεί όταν,
μετά τα γεγονότα καταστολής του φοιτητικού κινήματος στο Κολούμπια, συνειδητοποίησε
ότι η
πιο σημαίνουσα εφημερίδα της Αμερικής (η Times New York), είχε
ηθελημένα παραποιήσει την κάλυψη των γεγονότων του Κολούμπια. Ξαναζεί
δηλαδή, ως Φέργκιουσον-2 σε πιο «ώριμη» ηλικία και σε πιο μεγάλη κλίμακα, τη
διαστροφή της εξουσίας που θέλει να ελέγχει την ΕΙΔΗΣΗ.
Σε όλες τις διαφορετικές
πορείες ζωής βλέπουμε τον Φέργκιουσον να κινείται σαν το εκκρεμές ανάμεσα στη λογοτεχνία
και την δημοσιογραφία∙ γράφει διηγήματα (το πιο πρωτόλειο που έγραψε στα
σχολικά χρόνια παρατίθεται ολόκληρο), γράφει ποίηση, μεταφράζει ποίηση, γράφει
την αυτοβιογραφία του, σπουδάζει σε κάποια περίπτωση (Μπρούκλιν, Πρίνστον), δεν
σπουδάζει και ακολουθεί τον δύσκολο δρόμο της αυτομόρφωσης, εκδίδει βιβλία,
γράφει σε εφημερίδες φοιτητικές, δουλεύει. Ο Όστερ μάς δίνει την ευκαιρία να
δούμε πρακτικά και βιωματικά τις ιδιαιτερότητες κάθε τομέα, ακόμα και τα
κίνητρα που σπρώχνουν να ασχοληθείς με όλα αυτά, μέσα απ’ το παρθένα οξυδερκή
ματιά του νεαρού ήρωα: τα προσωπικά γράμματα, σκέφτεται, ή οι εκθέσεις στο
σχολείο ήταν μια ομάδα λέξεων που
ανταποκρίνονταν σε άλλη ομάδα λέξεων, όπως ίσχυε με σχεδόν όλα τα ακαδημαϊκά
εγχειρήματα: λέξεις που αποκρίνονται σε λέξεις. Εν αντιθέσει, ένα άρθρο
εφημερίδας ήταν μια ομάδα λέξεων που αποκρίνονταν στον κόσμο, και για να πεις
την ιστορία ενός γεγονότος που είχε συμβεί στον πραγματικό κόσμο έπρεπε
παραδόξως να αρχίσεις με το τελευταίο πράγμα που είχε γίνει παρά με το πρώτο,
με το αποτέλεσμα παρά με την αιτία κλπ κλπ. Και το δίπολο
ποίηση/δημοσιογραφία όμως τον προβληματίζει: η πρόζα της δημοσιογραφίας τον είχε βγάλει από το αδιέξοδο, ένα κομμάτι του όμως είχε επιθυμήσει τη
βραδύτητα του ποιητικού μόχθου, την αίσθηση πως έσκαβε στο χώμα και γευόταν
το χώμα στο στόμα του.
Και αλλού: Η δουλειά για την εφημερίδα ήταν ταυτόχρονα
μια ενασχόληση με τον κόσμο και μια απόσυρση από τον κόσμο. Η απαίτηση να
παραμένεις στην καρδιά των πραγμάτων, κι ωστόσο να παραμένεις στο περιθώριο ως
ουδέτερος παρατηρητής.
Ο Φέργκιουσον-3 μάλιστα, που ο
πρώιμος θάνατος του πατέρα τον έκανε να βλέπει πολλές ταινίες με τη μητέρα αλλά
και με τον πατριό του, αγαπά παθιασμένα
τον κινηματογράφο, και στρέφεται προς την κριτική ταινιών, ενώ παράλληλα
αποφασίζει να μη σπουδάσει αλλά να «αυτομορφωθεί» στο Παρίσι. Παρακολουθούμε τα
δειλά του βήματα στην κριτική της τέχνης γενικότερα (του άρεσαν και οι δυο
ταινίες για διαφορετικούς λόγους, η τέχνη
είναι ένα συμπόσιο, κατέληγε, και όλα τα πιάτα στο τραπέζι μας καλούν ζητώντας
να τα φάμε και να τα ευχαριστηθούμε), τη συμμετοχή του στην φοιτητική
εφημερίδα Spectator όταν παραιτήθηκε από δημοσιογράφος της επικαιρότητας.
Η αγάπη στη λογοτεχνία δεν
εξαντλείται μόνο στην ανάγνωση αλλά και στην συγγραφή. Γράφει ποίηση αλλά και λογοτεχνία ως
Φέργκιουσον-3, αλλά ο δρόμος του συγγραφέα ανοίγει ουσιαστικά στον
Φέργκιουσον-4 που εκδηλώνει την κλίση από 13χρονος μαθητής ακόμα, όταν γράφει
το «Αδερφοί εκ δέρματος». Και, όταν 15 χρονών πια διαβάζει κάποια βιβλία (π.χ.
«Έγκλημα και τιμωρία») το αστροπελέκι
έπεσε απ’ τον ουρανό και τον έσπασε σε χίλια κομμάτια, κι όταν πια συνήλθε, ο
Φ. δεν αμφέβαλλε πλέον για το μέλλον, διότι αν ένα βιβλίο μπορούσε να είναι
αυτό, αν ένα μυθιστόρημα μπορούσε να
κάνει αυτό στην καρδιά και στο μυαλό και στα ενδόμυχα αισθήματα του ανθρώπου
για τον κόσμο, τότε το να γράφει μυθιστορήματα ήταν το καλύτερο που είχε να
κάνει ένας άνθρωπος στη ζωή του. Από την ηλικία των 17 ασχολείται συστηματικά
με τη συγγραφή διηγημάτων που σε κάποιες περιπτώσεις παρατίθενται ολόκληρα ή ως
προσχέδια –πάντα συναρπαστικά (συνηθισμένη πρακτική του Όστερ να εγκιβωτίζει
ιστορίες). Βλέπουμε την απήχηση αυτών των προσπαθειών, τις διαφορετικές οπτικές
και κριτικές, τους σκοπέλους και τους υφάλους απ’ όπου περνάνε οι προσπάθειες
των συγγραφέων, βλέπουμε να καταφέρνει να εκδώσει δυο τρία βιβλία μέχρι την
ηλικία των 20 ενώ μια σειρά σκέψεων προς το τέλος του βιβλίου τον εμπνέουν να
γράψει το μυθιστόρημα που… κρατάμε στα χέρια μας!
Μα δεν αποφεύγει να νιώθει
πού και πού ότι είναι ένας «καλαμαράς», ένας άνθρωπος που είτε ως δημοσιογράφος
είτε ως συγγραφέας στέκεται λίγο παράμερα από την «αληθινή» ζωή: έτσι έπρεπε να ζεις, αυτού του είδους την
ορμητική ζωή ήθελε για τον εαυτό του, μια
ζωή που χόρευε, είχε όμως επιλέξει το καθήκον αντί της περιπέτειας κλπ
κλπ.
Μεταπολεμική Αμερική και πολιτική ζωή
Ο Φέργκιουσον σ’ όλες τις
εκδοχές αλλά και η Έιμι, με την οποία τις περισσότερες φορές συμπορεύεται,
είναι άκρως πολιτικοποιημένοι και ευαίσθητοι στις προκλήσεις της εποχής. Και
δεν είναι λίγες: είναι η εποχή του Ψυχρού Πολέμου, της «μαύρης λίστας» και του
«κόκκινου τρόμου», είναι η εποχή των δολοφονιών των Κέννεντι, της δολοφονίας
του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, του πολέμου στο Βιετνάμ, του Κάστρο, της CIA, της εισβολής στην Κορέα, στη Δομινικανή Δημοκρατία
κ.α., ο πόλεμος των 6 ημερών, τέλος εποχή των μεγάλων και πολύνεκρων φοιτητικών
εξεγέρσεων. Βλέπουμε τον απόηχο των γεγονότων αυτών σε όλες τις διαφορετικές
πορείες του Άρτσι, που, όπως είπαμε διαβάζει εφημερίδα από μαθητής κι
ενημερώνεται πολύπλευρα έχοντας σταθερές αξίες και απόψεις. Έτσι, η πολιτική
ζωή της Αμερικής, που γνωρίζουμε μέσες άκρες, διαπερνά τις σελίδες μέσα από την
καθημερινότητα των ηρώων της κι αυτό προσθέτει πολλαπλό ενδιαφέρον στο βιβλίο.
Η Έιμι μάλιστα, πιο αναρχική
και πιο ενεργοποιημένη, ήδη από το Γυμνάσιο γνωρίζει την Έμμα Γκόλντμαν[1]που την
επιλέγει για εργασία στο σχολείο (ενώ που ο Φέργκιουσον επιλέγει τον μπεϊζμπολίστα Τζάκι Ρόμπερτσον), όμως το πρώτο
βραβείο το παίρνει η υποδεέστερη εργασία του Άρτσι, για πολιτικούς βέβαια
λόγους (ο μόνο λόγος για τον οποίο δεν
είχε πάρει το πρώτο βραβείο ήταν ότι τα σχολείο δεν μπορούσε να απονείμει τη
γαλάζια κορδέλα σε μια έκθεση για μια αναρχική επαναστάτρια, ένα πρόσωπο τόσο
ριζοσπαστικό κι επικίνδυνο για τον αμερικανικό τρόπο ζωής, που είχε απελαθεί
απ΄ την ίδια της τη χώρα)...
Βρισκόμαστε στην δεκαετία του
’60, και καθώς οι βασικοί ήρωες ενηλικιώνονται, αρχίζει μια περίοδος μικρών και
μεγάλων αγώνων. Η Έιμι θέλει να πάρει
μέρος στο «Καλοκαίρι της Ελευθερίας» στον Μισισιπή, πρωτοβουλία της SNCC[2] που
αγωνίζεται για τα δικαιώματα των νέγρων. Κι όταν γενικεύτηκε ο πόλεμος στο
Βιετνάμ και δολοφονήθηκε και ο Μ.Λ. Κινγκ (1965) οι ήρωές μας είναι 18 χρονών,
πάνω στο ζενίθ της ορμητικότητας και των προβληματισμών. Οι αντιδράσεις για τις
φυλετικές διακρίσεις πολλαπλασιάζονται (Ματωμένη Κυριακή 7-3-65, δολοφονίες
νέγρων εδώ κι εκεί) ενώ οι αντιπολεμικές εκδηλώσεις πνίγονται στο αίμα.
Η ευφυής επινόηση του Όστερ
να δώσει τέσσερις παράλληλους βίους, μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε σχεδόν
αντιστικτικά τα φοιτητικά αυτά κινήματα και την άγρια καταστολή των χρόνων
αυτών («τύφλα» να’ χει το Πολυτεχνείο) που ακολούθησε τις μαζικές φοιτητικές
εξεγέρσεις. Γιατί σε κάθε εκδοχή βίου, διαφορετικά πανεπιστήμια επιλέγονται όχι
μόνο από τον Άρτσι, αλλά κι απ την Έιμι, απ’ τον αδερφό της, του φίλους του
Άρτσι κλπ, με διαφορετικά κάθε φορά κριτήρια, κι αποκτούμε μια συνολική εικόνα
των επιλογών αλλά και των διαφορών που έχουν αυτές οι δημοσιοιδιωτικές εκπαιδευτικές
μονάδες. Μάλιστα το Πρίνστον, που θεωρείται πιο δημοκρατικό, κόβει την
υποτροφία στον Φέργκιουσον-4 για ιδεολογικούς λόγους!
Έτσι, όταν π.χ. ο Φέργκιουσον
φοιτά στο Κολούμπια, παρακολουθούμε πολύ στενά όλες τις φοιτητικές οργανώσεις
αλλά και τα επεισόδια στις εξεγέρσεις όπου συμμετέχουν ενεργά (η Έιμι είναι στο
SDS και σε φεμινιστικές οργανώσεις, ο Άρτσι όχι – η Έιμι
πάει στο Γουισκόνσιν, η Έιμι θέλει να πιάσει δουλειά σε εργοστάσιο «για να
διαδώσει ο αντιπολεμικό μήνυμα στην εργατική τάξη, η Έιμι πάει στην Καλιφόρνια
απ’ όπου επιστρέφει ενθουσιασμένη απ’ το πολιτικό κλίμα, στον «Κήπο της Εδέμ»[3] -χώρα
των χίπιδων/καλοκαίτι της αγάπης). Το 1963 οι περισσότεροι πρωτοετείς στο
Κολούμπια αρνούνται να φορέσουν τον «σκούφο τους» («η μάχη του σκουφιού»),
πηγαίνοντας κόντρα σε μια παράδοση δεκαετιών. Το 1964 οι δυο ερωτευμένοι συμμετέχουν
στην πρώτη αντιπολεμική διαδήλωση, ενώ οι στρατεύσιμοι νέοι καίνε τα δελτία
επιστράτευσης. Το 1966 γίνονται καυτά επεισόδια βίας απέναντι στους μαύρους στο
Νιούαρκ με νεκρούς, τραυματισμούς,
συλλήψεις, πυρκαγιές-εμπρησμούς (ολόκληρα
τετράγωνα κατεστραμμένα,, καμένα, διαλυμένα κτίρια. Το τέλος ενός μέρους του
κόσμου)∙ σε μια από τις εκδοχές βίου μάλιστα αναγκάζονται οι γονείς του
Άρτσι να μετακομίσουν προς το Νότο. Όλα αυτά τα παρακολουθούμε αναλυτικά και βιωματικά
γιατί αφορούν τον ήρωά μας, αλλά η πιο κρίσιμη χρονιά της δεκαετίας γνωρίζουμε
καλά ότι είναι το 1968, οπότε κορυφώνονται όλα τα κινήματα (ενάντια στον
πόλεμο, ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις, ενάντια στην καταστολή)
ακολουθώντας, ή μάλλον προαναγγέλλοντας το αντίστοιχο στη Γαλλία, Μάη του ΄68. Ο
Φέργκιουσον-3, είναι αυτός που σπουδάζει στο Κολούμπια και ζει από κοντά όλα τα
δραματικά γεγονότα από το 1966 μέχρι την άνοιξη του 1968, στα οποία ο Όστερ
αφιερώνει 60 περίπου σελίδες, δίνοντας ανάγλυφα το κλίμα μιας πολύ ταραγμένης
εποχής, μιας πολυπληθούς εξέγερσης που κράτησε μια βδομάδα μέχρι την καταστολή,
με 720 συλληφθέντες και 150 τραυματίες. Συχνά επικαλείται τον «Κανέμπαμπα», μια
συμβολική φιγούρα του Γουίλιαμ Μπλέικ που για τον ήρωά μας εκπροσωπεί τους παράλογους
άντρες που έχουν τεθεί επικεφαλής του κόσμου.
Μετά την εισβολή στην
Καμπότζη (1970) ακολουθούν ιδιαίτερες αγριότητες στο Πανεπιστήμιο του Κεντ. Ο Φέργκιουσον-2
που δουλεύει τώρα σε αριστερή εφημερίδα στο τμήμα των εθνικών ειδήσεων, καλείται να καλύψει την αποκάλυψη μιας συγκαλυμμένης
επιχείρησης κατασκοπείας του FBI, την COINTELPRO που κατασκόπευαν
όλες τις προοδευτικές οργανώσεις(ενάντια στο Βιετνάμ, φεμινιστικές, αριστερές, SDS (δεν τους κατασκόπευαν
απλώς αλλά διείσδυαν στις τάξεις τους με πληροφοριοδότες και προβοκάτορες για
να τις αναστατώσουν και να τις απαξιώσουν).
Έτσι , καθώς ξαναζωντανεύουν
οι ιστορικές αυτές συγκυρίες μέσα από τα βιώματα πάντα των ηρώων, βλέπουμε
μηχανισμούς που εγκαινιάζονται τόσα χρόνια πριν, μοντέλα εξουσίας και
διακυβέρνησης που ταλαιπώρησαν και
ταλαιπωρούν τον δυτικό τρόπο εξουσίας (και όχι μόνο).
Κλείνοντας,
το πολυδιάστατο αυτό βιβλίο κινείται παράλληλα σε όλα τα επίπεδα
(συναισθηματικό, καλλιτεχνικό, πολιτικό κλπ), προχωρώντας και σε βάθος και σε
πλάτος συμπυκνώνοντας στις σελίδες του
έναν ολόκληρο κόσμο, έναν κόσμο που το επίκεντρό του είναι η γενιά που
γεννήθηκε αμέσως μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο, μια γενιά που σήκωσε μεγάλο
βάρος και ευθύνη στις πλάτες της μετά τα λάθη των προηγούμενων:
Τα μεταπολεμικά παιδιά που είχαν
γεννηθεί το 1947 ελάχιστα κοινά είχαν με τα παιδιά του πολέμου που είχαν
γεννηθεί μόλις δύο ή τρία χρόνια νωρίτερα, ένα χάσμα γενεών είχε δημιουργηθεί σε
κείνο το σύντομο διάστημα, και ενώ οι περισσότεροι από τους τριτοετείς και
τεταρτοετείς ακόμη κατάπιναν αμάσητα όσα είχαν μάθει τη δεκαετία του ’50, ο
Φέργκιουσον και οι φίλοι του καταλάβαιναν
ότι ζούσαν σ’ έναν παράλογο κόσμο, μια χώρα που δολοφονούσε τους προέδρους της και
νομοθετούσε εναντίον των πολιτών της, κι έστελνε τους νέους της να πεθάνουν σε
ανούσιους πολέμους, πράγμα που σήμαινε ότι ήταν καλύτερα εναρμονισμένοι με τις
πραγματικότητες του παρόντος.
Χριστίνα Παπαγγελή
[2] Student Nonviolent Coordinating
Committee https://en.wikipedia.org/wiki/Student_Nonviolent_Coordinating_Committee
[3] Τον
Ιανουάριο του 1967, το Human Be-In στο Κόλντεν Γκέιτ Παρκ (Golden
Gate Park) στο Σαν Φρανσίσκο γνωστοποίησε κι έκανε δημοφιλή την
κουλτούρα των χίπις, οδηγώντας στο θρυλικό Καλοκαίρι της Αγάπης (Summer of Love) στην δυτική
ακτή των Η.Π.Α, και το 1969 στο Φεστιβάλ Γούντστοκ στην ανατολική ακτή.