Η βαθιά ερωτική
σχέση ανάμεσα σε πρόσωπα εχθρικών στρατοπέδων, έστω και σύντομης διάρκειας, δεν είναι βέβαια κάτι πολύ
συνηθισμένο, αλλά ούτε και πρωτόγνωρο στην παγκόσμια λογοτεχνία. Η αγάπη και ο
έρωτας δεν γνωρίζουν όρια (κοινωνικά, εθνικά, φυλετικά, ηλικιακά), κι αυτό επιβεβαιώνεται καθημερινά, προσδίδοντας
πλούτο στις ανθρώπινες σχέσεις και ώθηση στην εξέλιξη της ανθρώπινης συνείδησης όσο αφορά την ταυτότητα («ποιος αλήθεια
είμαι;»). Είναι άλλωστε ένα θέμα που από τον ρομαντικό 19ο
αιώνα κιόλας γίνεται κεντρικό σε όλες τις μορφές της τέχνης.
Έτσι, μέσα απ΄ την αφήγηση
της Εβραίας Λιατ (ιρανικής καταγωγής, όπως και η συγγραφέας) που ξεδιπλώνει
τον μοιραίο και ανεξέλεγκτο έρωτά της
προς τον Παλαιστίνιο Χιλμί, βλέπουμε να διανοίγεται η συνείδησή της, ο τρόπος να
βλέπει τον κόσμο και τον εαυτό της. Το πιο ενδιαφέρον ωστόσο για μας τους
αναγνώστες, πέρα από την καθαυτό ερωτική ιστορία που αποδίδεται με πολλή
διεισδυτικότητα και λυρισμό, είναι η τραγωδία αυτών των δύο λαών, που
μοιράζονται δυο γειτονικές σπιθαμές γης
ίδιας μορφολογίας, ενώ τους χωρίζει γεωπολιτική άβυσσος εφόσον οι χώρες τους αποτελούν πεδίο διεθνών
ανταγωνισμών.
Η Λιατ συναντά κι ερωτεύεται σχεδόν κεραυνοβόλα τον Χιλμί στη Νέα
Υόρκη (βλέπω το γεμάτο νόημα χαμόγελο που
δόνησε τον αέρα ανάμεσά μας). Η ανάλαφρη γνωριμία τους συνοδεύεται από μια σειρά
γεγονότων που παγιδεύουν την ηρωίδα σ’ έναν θυελλώδη έρωτα που απ’ την αρχή όμως
της δημιουργεί συγκρούσεις (ένα δυσάρεστο
συναίσθημα πάλλεται μέσα μου, αυτή η αλλόκοτη αμφιταλάντευση μεταξύ έλξης και
απώθησης, γοητείας και φόβου). Το μίσος και η καχυποψία μεταξύ Εβραίων και
Αράβων είναι βέβαια αμοιβαία, αλλά πιο βαθιά ριζωμένα στην εβραϊκή κουλτούρα,
όπως δείχνει το περιστατικό που ανασύρει η Λιατ από το παρελθόν: καθώς πήγαιναν
με τη συμμαθήτριά της στο σχολείο, σε περίπτωση που θέλαν να τις απαγάγουν…
Άραβες έκρυβαν καρφίτσες στα δάχτυλά τους… «κι
όταν σου ριχτεί, την καρφώνεις στο μάτι ή στην καρδιά του και τρέχεις να σωθείς» (!).
Μα κι ο Χιλμί θυμάται θρησκευόμενα
εβραιόπουλα να σκούζουν υστερικά «Aranim, Aravim” όταν
βλέπαν Άραβες λες και είχαν δει λύκο.
Η ερωτική σχέση είναι βαθιά
και ουσιαστική, όμως για τη Λιατ είναι με ημερομηνία λήξης. Έτσι άλλωστε αφήνει
να εννοηθεί όταν μιλά σχετικά στην αδερφή της, τη μοναδική απ την οικογένεια
που ξέρει ποιος είναι ο νέος της ερωτικός σύντροφος. Κι όμως, όπως κάθε έντονος έρωτας, είναι
σχεδόν αποκαλυπτικός για την ίδια,
για την ταυτότητά της και τον κόσμο (δεν
της μιλάω για τις στιγμές που διαισθάνομαι ότι με καταλαβαίνει, ότι μπορεί να
ακολουθεί με άνεση κάθε αλλόκοτο μαίανδρο του μυαλού μου, ότι μπορώ να κοιτάζω
το στοχαστικό του βλέμμα και την εστιασμένη κίνηση των ματιών του και να βλέπω
τα γρανάζια του μυαλού του να κινούνται σε τέλειο συγχρονισμό με τις σκέψεις
μου/αυτές τις στιγμές που μιλάμε και μιλάμε και μιλάμε αισθάνομαι ότι, αν ήμουν
ένα είδος αινίγματος για τον ίδιο μου τον εαυτό, ένας δυσεπίλυτος γρίφος,
εκείνος ήρθε να με γνωρίσει και να απαντήσει σε όλα μου τα ερωτήματα/νιώθω κάποιες φορές ότι σχεδόν γίνομαι
εκείνος. Τόσο κοντά του και αξεδιάλυτα μπλεγμένη μαζί του, ώστε σχεδόν νιώθω να
είμαι εκείνος κλπ κλπ).
Οι ερωτικές σκηνές είναι πολύ
αισθησιακές και τρυφερές. Η Λιατ βρίσκεται σε συνεχή διέγερση συναισθηματική,
είτε επειδή αισθάνεται έντονο έρωτα για
τον Χιλμί είτε γιατί βρίσκεται σε διαρκή εσωτερική σύγκρουση, καταλαβαίνοντας
την αποδοκιμασία του σκληροπυρηνικού
οικογενειακού της -και όχι μόνο- περιβάλλοντος, που απαγορεύει τις σχέσεις
μεταξύ Εβραίων και Αράβων. Οπωσδήποτε ο Χιλμί είναι πιο χαλαρός. Άλλωστε ο
δικός του πατέρας είναι άθεος.
Οι πολιτικές διαφορές
αρχίζουν σιγά σιγά και διεισδύουν στις κουβέντες, στις παρέες, στη συνείδησή
τους. Π.χ. φτάνει η στιγμή να συνειδητοποιήσουν ότι όταν η Λιατ υπηρέτησε στο
στρατό (ήμουν μια εμβρόντητη
δεκαοχτάχρονη με τζόκεϊ και λαδιά στρατιωτική φόρμα, να χαιρετάω στρατιωτικά/το
δεξί χέρι να τρέμει πάνω απ΄τη Βίβλο) ο Χιλμί ήταν φυλακισμένος λίγα χιλιόμετρα
πιο πέρα, στη Νταχιρίγια, επειδή έκανε με τον αδερφό του γκράφιτι (ήταν παράνομο να ζωγραφίζεις την
παλαιστινιακή σημαία ή ότιδήποτε στα χρώματά της). Στη φυλακή τούς
υποχρέωναν να τραγουδούν ισραηλινό παιδικό τραγουδάκι σαν καψόνι.
Μπλέκονται σε κουβέντες,
κουβέντες πικρές που δεν μπορούν να αποφύγουν. Ακόμα πιο δύσκολο γίνεται όταν
διευρύνεται ο κύκλος με άτομα εκατέρωθεν. Πόσο ξένα και γελοία ακούγονται τα
λόγια που περιγράφουν το έρωτά της από το στόμα της επιφυλακτικής αδερφής… Το
άγχος κορυφώνεται στην υποψία ότι μπορεί να μάθουν οι συντηρητικοί γονείς την
απαγορευμένη σχέση (ποιο είναι το
πρόβλημα, ότι ο Χιλμί είναι Άραβας ή ότι δεν είναι Εβραίος;). Όλα φαίνονται
ανεκτά αν ο Χιλμί είναι μια περιστασιακή, παροδική σχέση. Όμως δεν είναι έτσι. Ο
τρόμος μήπως μάθουν οι γονείς γίνεται πανικός, αλλά και αιτία συγκρούσεων («γιατί να προσβληθώ; Επειδή ντρέπεσαι για
μένα;/τι είμαι εγώ για σένα ακριβώς; Αλήθεια τώρα».
Κι όμως, ο χειμώνας στη Νέα
Υόρκη περνά γλυκά, σα μεθύσι, με βόλτες και περιπλανήσεις τόσο πραγματικές όσο
και ψυχικές (η μυστική αίσθηση θριάμβου
μας περιβάλλει όταν βγαίνουμε στον δρόμο και περπατάμε αγκαλιασμένοι, ανώνυμοι,
δυο άτομα μέσα στη μάζα). Είναι δυο Ανατολίτες, «ανεπανόρθωτα λεβαντίνοι»,
ξένοι σ’ έναν τόπο με ανυπόφορο κλίμα, αναπολούν τον ήλιο, τις ελιές, τα
χρυσάνθεμα, τη θάλασσα. Ο Χιλμί, που είναι ζωγράφος, βρίσκεται στη χρυσή εποχή
του από πλευράς δημιουργικότητας, ζωγραφίζει με πυρετικό ρυθμό, βλέπει
απίστευτα όνειρα, αποκτά μια αίσθηση σχεδόν προφητική (λες και η πραγματικότητα μιμείται τη φαντασία μου)∙ τα σύνορα
μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας γίνονται δυσδιάκριτα (αν έχεις τη δύναμη να κάνεις αυτή την ομορφιά πραγματικότητα, τότε
υπάρχει πιθανότητα να γίνουν πραγματικότητα και οι φόβοι, όλα αυτές οι τρελές
φαντασιώσεις), ενώ η αυξανόμενη
αφηρημάδα του αρχίζει να εκνευρίζει την Λιατ (δεν ξέρω πώς να χειριστώ τέτοια πυρετώδη, πανικόβλητα συναισθήματα και
δε θέλω να αντιμετωπίσω την ευαλωτότητά του).
Είναι τόσο συγγενικοί και
τόσο ασύμβατοι οι δυο κόσμοι, και η πρώτη που το νιώθει είναι η Λιατ, γιατί
μέσα της δεν μπορεί να τους συμβιβάσει (η αλήθεια ήταν ότι δεν είχα το κουράγιο. Δεν
είχα το σθένος να ζήσω αυτό το είδος ζωής –μια ηρωική, αντισυμβατική ζωή που
αψηφά τους πάντες και τα πάντα).
Οι μεγάλες διαφορές αναδεικνύονται στο ιδεολογικό επίπεδο: ο Χιλμί
διεθνιστής, πιστεύει ότι μπορούν να ζήσουν οι δυο λαοί μαζί, η Λιατ ισχυρίζεται
με ένταση και πάθος ότι πρέπει να ενισχυθεί το ισραηλινό κράτος, και δικαιολογεί
την πολιτική του (Λιατ: πόσο απεχθανόμουν
τη λουλουδένια διεθνιστική αφέλειά του της δεκαετίας του ’60, την πίστη ότι
είχε τις ανθρωπιστικές αξίες με το μέρος του/σιχαινόμουν το γεγονός ότι κάθε
φορά που βρισκόμουν αντιμέτωπη με τον αραβικό εξτρεμισμό του υποχρεωνόμουν να
πάρω δεξιά στροφή και να συμπαραταχθώ με τους συντηρητικούς γονείς μου). Όσο
αφορά τη σχέση των δύο κρατών, η Λιατ υποτηρίζει με "μια μοιραία αίσθηση
ευθύνης, λες και κουβαλά στους ώμους της το ίδιο το μέλλον του Ισραήλ" ότι οι Παλαιστίνιοι
αυτό που επιδιώκουν είναι η διάλυση του ισραηλινού κράτους!
Οι διαφορές μεγεθύνονται όταν
συμμετέχουν κι άλλοι, φίλοι και συγγενείς του Χιλμί που την κάνουν να νιώθει μειονεκτικά,
ή, όως λέει ο αδερφός του Χιλμί «ξεροκέφαλη και ερωτευμένη με την εθνική της ταυτότητα
ως θύματος, όπως όλοι οι Ισραηλινοί, άλλωστε». Η εικόνα του θύματος, όμως, είναι κοινή στους δυο λαούς για τον άλλον (η καρδιά μου ραγίζει για τη θιγμένη αραβική
τιμή του. κλασικός Παλαιστίνιος, σκατώνει τα πάντα ανεμίζοντας τη σημαία του
θύματος).
Παρόλες αυτές τις οριακές
συγκρούσεις οι συγκυρίες τους φέρνουν πάλι κοντά, ενώ η ημερομηνία λήξης (τέλος
Μαΐου) πλησιάζει. Οι δυο θα ταξιδέψουν στις πατρίδες τους (για ένα διάστημα είσαι σαν ξένος κι εδώ, σχεδόν τόσο αποστασιοποιημένος όσο
ήσουν εκεί), που είναι έτσι κι αλλιώς πολύ κοντά από χιλιομετρική άποψη. Η ανάγκη
επικοινωνίας είναι μεγάλη γιατί η ερωτική έλξη υπερτερεί, όμως το τέλος είναι
τραγικό, απροσδόκητο και κατά τη γνώμη μου κάπως αψυχολόγητο.
Χριστίνα Παπαγγελή