Δεν μπορώ παρά να μιλήσω
προσωπικά και συναισθηματικά για το βιβλίο αυτό, που οι
707 σελίδες του (μεγάλου σχήματος και με μικρά γράμματα) με καθήλωσαν από την
πρώτη γραμμή μέχρι την τελευταία. Κι
όμως είναι ένα βιβλίο που «δύσκολα διαβάζεται», πρώτα πρώτα γιατί στην «κυρίως αφήγηση» παρεμβάλλονται
-απροειδοποίητα, ακόμα και στη μέση μιας… φράσης- εγκιβωτισμένα επεισόδια από ιστορίες που διακόπτονται για να συνεχιστούν
σε άλλο μέρος του βιβλίου, ενώ τα ονόματα είναι τόσο πολλά, που ο συγγραφέας
παραθέτει στο τέλος 4 δίστηλες σελίδες με τους ήρωες, τις χρονικές περιόδους στις
οποίες έζησαν και τις ιδιότητές τους (έτσι δεν χρειάστηκε να καταφύγω στο
γνώριμο κόλπο της τελευταίας σελίδας!)! Οι ήρωες αυτοί πολλές φορές είναι αντι-
ήρωες, που σημαίνει ότι η σκοτεινή τους πλευρά είναι ανάγλυφη, αποδίδεται με
αποχρώσεις του γκρίζου και έχει βαθιές, ψυχολογικές ρίζες. Μια άλλη
ιδιαιτερότητα του Καταλανού συγγραφέα, που την βλέπουμε και στο «Οι φωνές του
ποταμού Παμάνο», είναι ότι μεταπηδά άτακτα από το α’ ενικό στο γ΄ ενικό, από
την εσωτερική εστίαση στον παντογνώστη αφηγητή, τεχνική που θεωρητικά κουράζει
αλλά ο συγγραφέας τη χειρίζεται με τόση μαεστρία που μάλλον φωτίζει το
περιεχόμενο παρά το συγχέει. Όλα αυτά χτίζουν μια τόσο σύνθετη εικόνα, που όταν
πια φτάνεις στο τέλος θα ήθελες να το… ξαναδιαβάσεις, όχι γιατί έχεις ξεχάσει
κάποιες λεπτομέρειες αλλά γιατί τώρα θα δεις τα γεγονότα χρωματισμένα μ’ άλλο φως.
Μ’ αυτόν τον… τεθλασμένο
τρόπο ο συγγραφέας αγγίζει γεγονότα από
τον 14ο αιώνα, την εποχή της Ιεράς εξέτασης μέχρι το «σήμερα», παρουσιάζοντας
αντιστικτικά ιστορίες, δολοφονίες,
διωγμούς, βασανισμούς, που ως κοινό έχουν τη βία της εκάστοτε εξουσίας,
εκκλησιαστικής ή κοσμικής. Μια χαλαρή σύνδεση ανάμεσα στις ιστορίες προσδίδει
αρχικά ένα μενταγιόν (η Santa Maria dai Ciṻf τού Παρντάτς, η προστάτιδα των
ξυλοκόπων- μια σεβάσμια Παναγία που απεικονιζόταν μετωπικά, κι ένα δέντρο) και στη συνέχεια η τύχη του περίφημου βιολιού Βιαλ (κατηγορίας Στραντιβάριους),
φτιαγμένο από τον Laurentus Storioni Cremonensis το 1764, από
τότε που ήταν ένα κομμάτι ξύλο. Με αυτούς τους άξονες ο συγγραφέας διατρέχει
την πολύπαθη ιστορία της Καταλονίας δίνοντας πολιτικές προεκτάσεις σ’ ένα
μυθιστόρημα πολυπρισματικό. Κύρια εστίαση ο ισπανικός εμφύλιος και η εποχή του
Β’ παγκοσμίου πολέμου, εφόσον οι βασικοί ήρωες έδρασαν σ’ αυτήν την περίοδο…
Ο όγκος του μυθιστορήματος,
βέβαια, δεν είναι η αιτία της συνθετότητάς του. Έχουμε εκατοντάδες τεράστια σε
όγκο μυθιστορήματα στα οποία η αφήγηση είναι γραμμική, μονοδιάστατη. Ούτε πάλι
θα λέγαμε ότι έχει το γνώριμο ύφος των μεταμοντέρνων… Ο Καμπρέ, όπως φαίνεται
και από το «Οι φωνές του ποταμού Παμάνο» (το μόνο που έχω διαβάσει), έχει μια
δική του σχέση με την αφήγηση που κυρίως έχει να κάνει με τη δομή. Οι
παράλληλες αφηγήσεις και τα (όχι παράλογα) άλματα από χρονική περίοδο σε
περίοδο ή από οπτική γωνία σε γωνία δίνουν μια δυναμική που διεγείρει το
ενδιαφέρον. Αυτό που συναρπάζει είναι ότι, πέρα από την
ιστορική-κοινωνικοπολιτική- ιδεολογική διάσταση του βιβλίου, οι ήρωες
δοκιμάζουν έντονα πάθη (έρωτα, φιλία, αγάπη για τη γνώση, για τη μουσική,
βασανιστικές επιθυμίες), ταλανίζονται από οικογενειακά μυστικά, παλεύουν με την
τέχνη (μουσική, ζωγραφική, γράψιμο) κι όλα αυτά συνθέτουν εντέλει μια θυελλώδη
πλοκή που προκαλεί τον αναγνώστη.
Ο κεντρικός ήρωας- αφηγητής
Μέχρι χτες το βράδυ, περπατώντας στους βρεγμένους
δρόμους της Βαλκάρκα, δεν είχα καταλάβει ότι το να γεννηθώ σε κείνη την
οικογένεια ήταν ένα ασυγχώρητο λάθος.
Δεν μπορεί να καταλάβει βέβαια ο αναγνώστης από τις πρώτες αυτές σειρές το
βάθος που θα αποκτήσουν αυτές οι φράσεις του Αντριά Αρντέβολ στη συνέχεια…
Ο Αντριά είναι ο κεντρικός
ήρωας και «συγγραφέας» του βιβλίου που κρατάμε στα χέρια μας (τα εισαγωγικά
γιατί διαρρέουν και αφηγήσεις εκτός του δικού του βιβλίου). Μέσα από το -ελαφρώς
παραληρηματικό- ύφος των δυο πρώτων σελίδων διαπιστώνουμε ότι τον βαραίνει μια
παράξενη οικογενειακή ιστορία˙ ότι το «βιβλίο» του είναι ουσιαστικά μια
τεράστια επιστολή που απευθύνεται σε ένα πολύ αγαπημένο πρόσωπο (ελπίζω να με καταλαβαίνεις και να κατανοείς ότι
νιώθω ανήμπορος, μόνος, κι ότι μου λείπεις απόλυτα)˙ ότι είναι περίπου
εξήντα χρονών, βαριά άρρωστος, και καταγράφει απίστευτες ιστορίες που κάπως
συνδέονται εντέλει, μέσα σ’ αυτές και τη δική του, την προσωπική (είμαι μόνος μπροστά στο χαρτί, την τελευταία
μου ευκαιρία). Καταφεύγει στη λογοτεχνία σαν σ’ έσχατη λύση, σ’ «αυτό το είδος, που ενδείκνυται τόσο για
ψέματα», με υπαινιγμούς ότι η πραγματικότητα ξεπερνά κάθε φαντασία. Γράφει
όχι για το αποτέλεσμα (δεν θα προλάβει… άλλωστε το αγαπημένο πρόσωπο δεν
υπάρχει πια) αλλά για να ξεκαθαρίσει το μπερδεμένο κουβάρι στέρησης, αγάπης,
ενοχής, πάθους, αδυναμίας που τον βασάνιζε μια ζωή. Πρόκειται καθαρά για την
παρηγοριά που προσφέρει η αφήγηση, καθώς
βοηθά στο «χτίσιμο της συνειδητότητας». Ο Αντριά ξέρει ότι πάσχει από εκφυλιστική
ασθένεια του εγκεφάλου και βιάζεται, γιατί έχει λίγο χρόνο μπροστά του… Τα βιώματα, οι μνήμες, οι εξιστορήσεις
άλλων εναλλάσσονται, σχεδόν συγχέονται
όπως σ’ ένα fade in/out,
δημιουργώντας ένα παλίμψηστο το οποίο ωστόσο ο αναγνώστης παρακολουθεί αβίαστα.
Δυσκολεύομαι να τοποθετήσω σ’
αυτήν την ανάρτηση το «μύθο» στο χώρο και το χρόνο, όχι μόνο γιατί είναι πολύ
σύνθετος, αλλά γιατί όλα αποτελούν ένα τεράστιο γρίφο του οποίου η λύση
ξεδιπλώνεται σιγά σιγά και μαγικά στον αναγνώστη. Το βέβαιο είναι ότι ο κύριος
ήρωας, ο Αντριά, κουβαλάει αυτόν τον γρίφο από μικρό παιδί καθώς βιώνει την
αυστηρότητα, τα ξεσπάσματα, τις αξιώσεις ενός πολύ αυταρχικού πατέρα και μιας
ανύπαρκτης ουσιαστικά μητέρας (γιατί δεν
αγαπήσαμε ποτέ ο ένας τον άλλον, η μητέρα κι εγώ; Είναι μυστήριο για μένα. Όλη
μου τη ζωή ζήλευα τα φυσιολογικά παιδιά, που μπορούσαν να πουν μητέρα, αχ, πώς
πονάει το γόνατό μου, κι η μητέρα διώχνει τον πόνο μ’ ένα φιλί). Είναι το
μοναχοπαίδι στο οποίο οι γονείς έχουν επενδύσει «υψηλούς στόχους», και
μεγαλώνει αποστειρωμένα και μοναχικά. Η ζωή του περιστοιχίζεται από μικρά και
μεγάλα μυστήρια, κι επειδή είναι πανέξυπνος (το ήξερα ήδη ότι ήμουν έξυπνος), καθώς ενηλικιώνεται σχηματίζει τη
συνολική εικόνα με πολύ ρίσκο και πολλή οδύνη (Μου πήρε χρόνια να συναρμολογήσω τα κομμάτια εκείνης της εικόνας που
έχω ακόμα μπροστά μου, λες κι ήταν πίνακας του Χόπερ. Όλη μου η παιδική ηλικία
στο σπίτι έχει καταγραφεί στο μυαλό μου σαν διαφάνειες από πίνακες του Χόπερ,
με την ίδια κολλώδη και μυστηριώδη μοναξιά. Βλέπω τον εαυτό μου σαν μία απ’
αυτές τις φιγούρες που κάθονται σε ξέστρωτο κρεβάτι, με ένα βιβλίο παρατημένο
σε μια γυμνή καρέκλα, ή που κοιτούν από το παράθυρο ή κάθονται δίπλα σ’ ένα
λιτό τραπέζι και παρατηρούν τον άδειο τοίχο. Διότι τα πάντα στο σπίτι γίνονταν
ψιθυριστά).
Ίσως επειδή η σχέση με τον πατέρα μου
είναι η αιτία όλων.
Ίσως επειδή πέθανε εξαιτίας μου.
Πρώτος και θεμελιώδης γρίφος
ο πατέρας, ο αντικέρ Φελίξ, με τις απίστευτες συλλογές του από παλαιά
αντικείμενα αξίας, παπύρους, περγαμηνές, παλιά βιβλία κλπ στο παραδεισένιο για
τα μάτια του μικρού Αντριά «μαγαζί»˙ με αξιοθαύμαστο πάθος για την ιστορία αυτών των αντικειμένων. Ο
απόμακρος πατέρας με τις ίντριγκες και τις μυστήριες διασυνδέσεις του˙ ο
πατέρας που μεταβιβάζει τον παλμό αυτού του πάθους στον γιο του, ξεχνώντας όμως
ότι ο γιος του δεν είναι μόνο γιος αλλά και παιδί… και του επιβάλλει την
καριέρα του διακεκριμένου γλωσσολόγου από πολύ μικρή ηλικία. Ωστόσο, ο Αντριά ενστερνίζεται
με προθυμία τις υπερβολικές απαιτήσεις τού να μάθει γλώσσες (τις γνωστές αλλά
και… ελληνικά, εβραϊκά, αραμαϊκά, κλπ), και με υπερβολική ευκολία
ανταποκρίνεται μαθαίνοντας εντέλει οκτώ (!) πριν καν ενηλικιωθεί, και άλλες στη
συνέχεια βέβαια! Υποφέρει όταν ο πατέρας του ζητά να κάνει επίδειξη γνώσεων
μπροστά σε τρίτους, αλλά τον θαυμάζει κιόλας, και το μόνο που θα ήθελε, στην
πρώτη παιδική ηλικία, είναι να τον εντυπωσιάσει (μια φορά μόνο αναγκάστηκε ο
πατέρας του να του δώσει δίκιο). Μπορεί να μαθαίνουμε εμείς, οι αναγνώστες -σχετικά
νωρίς μέσα από τις παράλληλες ιστορίες- ότι ο Φελίξ Αρντέβολ (πατέρας) είχε μεν
έντονο συναισθηματικό κόσμο, αλλά «έκλεβε» και γενικά χρησιμοποιούσε αθέμιτα
μέσα (όλοι έβγαιναν κερδισμένοι, ακόμα
και η μνήμη των πραγμάτων (!)). Χωρίς καμία ηθική αναστολή στις
αγοραπωλησίες, ήταν αισχρός προδότης και καιροσκόπος που δεν δίστασε να εκμεταλλευτεί
τους ανθρώπους που διώκονταν αφήνοντας πίσω του περιουσίες, ούτε να καταδώσει
στην φρανκική αστυνομία συμπολίτες του (οι
πράξεις του σημάδευαν την ψυχή του με μια μη αναστρέψιμη αύρα). Εκμεταλλεύτηκε ακόμη ναζιστές που προσπαθούσαν
να διαφύγουν μετά την ήττα τους στον πόλεμο. Μπορεί όλες αυτές τις ίντριγκες να
τις υποψιάζεται κι ο ίδιος ο Αντριά από μια ηλικία και μετά, αλλά το πάθος του
πατέρα που φτάνει στα άκρα προκειμένου να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του είναι
μια βαριά κληρονομιά. Άλλωστε… του μοιάζει (!): ο Αντριά αγαπά κι αυτός με
πάθος τις γλώσσες, την κλασική γραμματεία, τα βιβλία, τα παλιά αντικείμενα, τα
μυστικά και τα μυστήρια. Η μάνα απ’ την άλλη, σε αντίθεση με τον πατέρα,
προορίζει τον Αντριά για βιρτουόζο του βιολιού.
Σε πρώτο πλάνο λοιπόν παρακολουθούμε
τα δύσκολα βήματα του χαρισματικού αυτού μοναχικού παιδιού προς την ενηλικίωση.
Μια δυστυχισμένη ή μάλλον ανύπαρκτη παιδική ηλικία, σ’ ένα σπίτι όπου δεν
υπάρχει αγάπη (αναρωτιέμαι γιατί είχαν
παντρευτεί, οι γονείς μου. Δεν νομίζω ότι αγαπήθηκαν ποτέ. Ποτέ δεν υπήρξε
αγάπη στο σπίτι. Κι εγώ δεν ήμουν παρά μια συμπτωματική συνέπεια στη ζωή τους),
όπου η μάνα είναι άβουλη, αδιάφορη, άστοργη.
Πιστοί κρυφοί του σύμμαχοι στην αποκρυπτογράφηση της πραγματικότητας ο…
σερίφης Κάρσον και ο αρχηγός των Αραπάχο, ο Μαύρος Αετός!!! Καθώς όμως ωριμάζει,
αναπτύσσεται ο μηχανισμός αντίδρασης: κατασκοπεύει τους μεγάλους, μαθαίνει τον
συνδυασμό π.χ. του απαραβίαστου χρηματοκιβωτίου, παραβιάζει τα απόκρυφα, διεισδύει
στα μυστικά. Βλέπουμε τις πρώτες
αμφισβητήσεις, τις πρώτες «επαναστάσεις» στην πατρική -και μητρική- εξουσία,
την πρώτη φιλία με τον Μπερνάτ (που παρέμεινε μέχρι τέλος, μια σχέση καθαρά συμπληρωματική),
το ερωτικό ξύπνημα.
Μετά τον θάνατο του πατέρα
Πριν ακόμη ο Αντριά κλείσει
τα δεκατρία, τα στρώματα των γρίφων καλύπτουν το ένα το άλλο: πώς βρέθηκε
ξαφνικά αποκεφαλισμένος ο πατέρας κρατώντας το φτηνό βιολί του Αντριά˙ πόσο
ένοχος ήταν ο ίδιος ο Αντριά ο οποίος έχει βάσιμες ενδείξεις ότι ευθύνεται (δεν ξέρω τι είχε συμβεί, δεν ξέρω τι ήθελε ο
πατέρας μου. Δεν ξέρω γιατί, ενώ έπρεπε να πάει στο Ατενέου, τον βρήκαν στην
Αραμπασάδα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι τον έσπρωξα στον θάνατο, και σήμερα,
πενήντα χρόνια μετά, το πιστεύω ακόμα).
Ποιος ο ρόλος της απόμακρης μητέρας μετά τον ξαφνικό αυτό θάνατο, όπως και του προβληματικού
υπαλλήλου Μπερενγκέ.
Γιατί η μητέρα φαίνεται να
μεταμορφώνεται μετά την απώλεια του άντρα της, χωρίς όμως να παύει να είναι μετά τον πατέρα, το μεγαλύτερο μυστήριο στη
ζωή του Αντριά.
Η εφηβεία έτσι γίνεται ακόμα
πιο επώδυνη… Επιπλέον, ο Αντριά δεν είναι παιδί «σαν όλα τ’ άλλα» (πάντα δυσκολευόμουν να είμαι παιδί σαν τα
άλλα. Το πρόβλημά μου ήταν πολύ σοβαρό, και σύμφωνα με τον Πουζόλ δεν είχε
γιατρειά, ήταν ότι μου άρεσε να μαθαίνω: μου άρεσε να μαθαίνω ιστορία, λατινικά
και γαλλικά, και μου άρεσε να πηγαίνω στο ωδείο). Έχει να αντιμετωπίσει και
τον αποκλεισμό του απ’ τους συμμαθητές που τον κοροϊδεύουν («κοριτσάκι»,
«Μαρίκα» = αδερφή στα καταλανικά) γιατί απαντά με τρομακτική ευκολία στις
ερωτήσεις των καθηγητών (μαζί με τις
τρίχες στο μουστάκι, άρχιζαν ν’ αυξάνονται και οι ενδείξεις ότι η ζωή ήταν
φοβερά δύσκολη. Ακόμα όμως δεν ήταν τραγικά δύσκολη˙ ακόμη δεν σε γνώριζα,
ακόμα δεν είχε γνωρίσει το μοιραίο της ζωής του πρόσωπο, τη Σάρα).
Η πραγματική ενηλικίωση είναι
όταν πια συνειδητοποιεί τι θέλει και τι δεν θέλει: θέλει να γίνει «ιστορικός
των ιδεών και του πολιτισμού» (θέλω να
μάθω τα πάντα. Ό, τι γνωρίζουμε σήμερα και ό, τι γνωρίζαμε πριν. Και πώς
γίνεται να το γνωρίζαμε, ή γιατί δεν το γνωρίζουμε ακόμη). Βρίσκει πια τη
δύναμη να αντιταχθεί στην καριέρα του βιρτουόζου του βιολιού με μικρές και
μεγάλες επαναστάσεις κόντρα στη μητέρα του, ή κόντρα στον δάσκαλο του βιολιού (μητέρα δεν θέλω να γίνω ερμηνευτής/δεν με
κάνει ευτυχισμένο/δεν είναι ότι φοβάμαι, απλώς δεν θέλω να πάρω τον δρόμο της
τελειότητας/δεν θέλω να κάνω ένα επάγγελμα που δεν επιδέχεται λάθος ή
δισταγμό/αγαπάω πάρα πολύ τη μουσική για να την αφήνω στο έλεος ενός δαχτύλου
που δεν βρίσκεται στη σωστή θέση/θέλω να
σπουδάσω ανεξάρτητα από το αν θα είμαι ευτυχισμένος ή όχι). Τότε έχει και
τον πρώτο μεγάλο καβγά με τον μοναδικό φίλο του, Μπερνάτ (ο πρώτος που άφησε σημάδια).
Τίποτα δεν κατάφερε να με κάνει
ευτυχισμένο, εκτός από σένα,
Που με έκανες να υποφέρω όσο κανένας
άλλος.
Στο Παρίσι ο Αντριά γνωρίζει
τη Σάρα, φοιτήτρια των Καλών Τεχνών και προικισμένη ζωγράφο. Γέλασες κι ο ουρανός όλος μπήκε στο καφέ
«Κοντέ». Πέρασαν δυο χρόνια ώσπου να ξανασυναντηθούν και να σμίξουν (η Σάρα Βόλτες Εψτέιν, που έμπαινε στη ζωή
μου κατά διαστήματα, και πάντα μού έλειπε/ήσουν μια κοπέλα με βλέμμα θλιμμένο
αλλά εκπληκτικά γαλήνιο). Ενώνουν
τις ζωές τους πότε στου ενός το σπίτι, πότε στου άλλου (αφηνόμουν να παρασυρθώ, μέρα με τη μέρα, σε μια αδιάκοπη ευτυχία, δίχως
να κάνω ερωτήσεις). Ώσπου μια μέρα η Σάρα εξαφανίζεται, χωρίς να δώσει
εξηγήσεις.
Το αίνιγμα της Σάρας
προστίθεται σ’ όλα τα υπόλοιπα που έχει να λύσει ο Αντριά. Όταν πια θα
ξανασυναντηθούν, θα έχει ρίξει μαύρη πέτρα, θα έχει ήδη αρχίσει να σπουδάζει
στο Τύμπινγκεν γλωσσολογία (ήταν σαν να
σφράγιζα την παιδική μου ηλικία, ν’ απομακρυνόμουν απ’ την Αρκαδία μου/ήξερα
ότι η εποχή της αθωότητας είχε τελειώσει), θα ζει μόνος του και μετά τον
θάνατο της μητέρας θα διαχειρίζεται την περιουσία του παλαιοπωλείου, αυξάνοντας
κάθε τόσο με δυσανάλογο κόστος τη συλλογή. Αφού θα περάσουν πολλοί μήνες
μοναξιάς και οδύνης, η Σάρα θα χτυπήσει ξανά την πόρτα του Αντριά για να μείνει
μαζί του, κρατώντας ωστόσο τα εφτασφράγιστα μυστικά για τον εαυτό της.
Η τελευταία εξαφάνιση της Σάρας
ακολουθεί μια τρομερή σύγκρουση που συνδέεται άμεσα με το βιολί. Είναι η
χρονική φάση κατά την οποία τα μυστήρια αρχίζουν σιγά σιγά να λύνονται, ενώ ο
Αντριά καλείται να πάρει αποφάσεις μετά από έντονα ηθικά διλήμματα. Όμως η ευτυχία ήταν πάντα εκεί μπροστά, σε
απόσταση αναπνοής, αλλά άπιαστη˙ άπιαστη για όλους, σίγουρα. Είναι επίσης η
χρονική φάση που τα εξωτερικά γεγονότα, όπως ο θάνατος του ναζιστή γιατρού
Βόικτ διεισδύουν στην προσωπική ζωή του Αντριά καλώντας τον να πάρει θέση. Αποκαλύπτει
(μια επιστολή του πατέρα, κάποιες εξομολογήσεις της οικιακής βοηθού κ.α.) τις
μυστικές συναλλαγές και τους εκβιασμούς του πατέρα, τα αίσχη σε βάρος ανθρώπων
διωγμένων, θα αγγίξει τα μυστικά της Σάρας. Είναι η ενότητα του βιβλίου όπου ο
αναγνώστης βάζει σε μια σειρά τις ατέλειωτες ιστορίες που συνθέτουν την τύχη
του μενταγιόν και του βιολιού, αλλά που ουσιαστικά ανατέμνουν την βία της
εξουσίας και του χρήματος- μια περιήγηση στην Καταλονία του ύστερου μεσαίωνα, την Καταλονία της ιεράς εξέτασης που
μετεξελίχθηκε σε μυστική αστυνομία, στην Καταλονία της εποχής του Φράνκο, και
της εποχής του ναζισμού (οπότε κατέφευγαν ναζιστές στην Ισπανία με διαφορετικά
ονόματα, για να διαφύγουν σε χώρες της Λατινικής Αμερικής). Απίστευτες σκηνές
θηριωδίας που με τη γνώριμη μέθοδο «fade out» του Καμπρέ αντανακλούν η μια
την άλλη στους αιώνες (π.χ. ο Νικολάου Έιμερικ, ιεροεξεταστής που βασανίζει τον
αιρετικό Λιούις εναλλάσσεται με τον
Ρούντολφ Ες), δείχνοντας την εσωτερική σχέση στις μεθόδους και τους σκοπούς των
εξουσιαστών/βασανιστών).
Πολύς λόγος έχει γίνει για το
ότι ο Καμπρέ προσπαθεί να διερευνήσει το «Κακό» (άλλωστε και τα επιστημονικά
βιβλία που ετοίμαζε ο Αντριά είχαν περιεχόμενο την καταγγελία της βίας είτε
στην Ιστορία, είτε στη θεωρητική της διάσταση). Καθώς ξεδιπλώνει τις σελίδες
αυτές των θηριωδιών, βάζει τον -ώριμο πια επιστήμονα ήρωά του- να
προβληματίζεται και να προσπαθεί να αναλύσει τη «φύση του Κακού». Γίνεται λόγος
για το «Απόλυτο Κακό», μέσα από τη φωνή κάποιου θεολόγου (ευτυχώς γιατί αυτή η
έννοια ακούγεται σαν μεταφυσική οντότητα, εγώ προτίμησα τη «βία της εξουσίας»),
παρατίθεται δηλαδή και η θεολογική άποψη: Σήμερα
ξέρω πού βρίσκεται το Κακό. Και μάλιστα το απόλυτο Κακό. Ονομάζεται Χίμλερ.
Ονομάζεται Χίτλερ. Ονομάζεται Πάβελιτς. (…) Ο πόλεμος φέρνει στην επιφάνεια την
τερατώδη πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Όμως το Κακό προϋπάρχει του πολέμου, και
δεν εξαρτάται από καμιά εντελέχεια, αλλά από τα ανθρώπινα όντα).
Όμως ο Αντριά δεν φαίνεται να
αρκείται σ’ αυτές τις εξηγήσεις. Τα ερωτήματά του όχι μόνο δεν απαντιούνται,
αλλά φαίνεται ότι αποτελούν τα ερωτήματα που θέτει συνολικά το βιβλίο. Γιατί, αυτός
φαίνεται να είναι και ο βασικός άξονας: η «κοινοτοπία
του κακού» (αν το κακό μπορεί να
προκληθεί αδικαιολόγητα, την πατήσαμε/ αν μπορώ να κάνω κακό σε σένα, σαν να
μην τρέχει τίποτα, η ανθρωπότητα δεν έχει μέλλον), χωρίς να δίνονται
απαντήσεις (αντίλογος: το μίσος
δικαιολογεί το έγκλημα;/ όχι αλλά το εξηγεί. Το αδικαιολόγητο έγκλημα είναι όχι
μόνο τρομακτικό, αλλά και ανεξήγητο/ υπάρχουν
πράγματα που μου είναι αδύνατον να τα εξηγήσω-η βαναυσότητα, η δικαιολόγηση της
βαναυσότητας).
Είσαι με τα καλά σου; Τι είναι η
αλήθεια;
Τέλος, σαν αντιστάθμισμα σ’
όλες αυτές της μορφές βίας (οικογενειακή, κοινωνική, θρησκευτική, πολιτική)
προβάλλεται ιδιαίτερα από τον συγγραφέα -πάντα εν παραλλήλω- ο ρόλος της τέχνης
(μετά το Άουσβιτς είναι αδύνατον να
υπάρξει ποίηση/η σκληρότητα είναι παρούσα εδώ και τόσους αιώνες που η ιστορία
της ανθρωπότητας θα ήταν η ιστορία της ανυπαρξίας της ποίησης «μετά από»/
λείπει η αλήθεια του βιώματος, αυτό δεν μπορεί να το μεταδώσει καμιά μελέτη/μπορεί
να το μεταδώσει μόνο η τέχνη, η λογοτεχνική δημιουργία που είναι ό, τι
πλησιέστερο στο βίωμα). Το βιβλίο είναι διάσπαρτο με απόψεις, σκέψεις και
ανησυχίες για την αισθητική, για έργα ζωγραφικής τέχνης, μουσικής. Δεν είναι
τυχαίο που οι τρεις βασικοί ήρωες της κυρίως ιστορίας βασανίζονται από την
προσπάθεια να εκφραστούν καλλιτεχνικά: η Σάρα, όπως προειπώθηκε, είναι ζωγράφος
(για μένα το έργο της Σάρας είναι κάτι
σαν παράθυρο στην εσωτερική σιωπή. Μια πρόσκληση για ενδοσκόπηση, Σάρα σε αγαπώ).
Ο Αντριά παίζει μεν βιολί (καθ υπόδειξη της μητέρας αρχικά, χωρίς να σημαίνει
ότι δεν του άρεσε), αλλά αφού το πάλεψε αρκετά ασχολείται με την συγγραφή˙ ο
Μπεράτ έχει χάρισμα στο βιολί αλλά… θέλει να γράψει μυθιστορήματα! Οι
καλλιτεχνικές ανησυχίες των δυο φίλων είναι παραπληρωματικές, γεγονός που
πυροδοτεί απίθανους διαλόγους: η εκτέλεση
είναι τέλεια, όμως δεν φτάνεις στο βάθος των πραγμάτων. Έχω την εντύπωση ότι
φοβάσαι την αλήθεια/είσαι με τα καλά σου; Τι είναι η αλήθεια;/ Δεν ξέρω. Την
αναγνωρίζω όταν την ακούω, και σε σένα δεν την αναγνωρίζω. Την αναγνωρίζω στη
μουσική και στην ποίηση. Και στην αφήγηση και στη ζωγραφική, αλλά μόνο αραιά
και πού.
Η διαλεκτική αυτή μεταξύ τους
με άξονα την τέχνη προσδιορίζει εξαρχής την ποιότητα της φιλίας, που παρά τα
προβλήματα πού και πού (ο Μπερνάτ δεν θα
ήταν ο Μπερνάτ αν δεν έκανε τη ζωή του δύσκολη), γίνεται διαχρονική και
απαράμιλλη. Άλλωστε, ο Αντριά είναι ο μόνος που δεν χαϊδεύει τα αυτά του φίλου
του, ο μόνος που του λέει την -καλλιτεχνική- αλήθεια: π.χ. είναι πολύ κακό γιατί είναι άψυχο/δεν είναι χαρακτήρες, είναι μόνο
ονόματα, όλοι μιλάνε με τον ίδιο τρόπο, κανείς τους δεν προσπαθεί έστω να μου
τραβήξει το ενδιαφέρον/δεν θέλεις να καταλάβεις. Η ίδια η ιστορία δεν είναι
απαραίτητη. Και αλλού, ο Αντριά για τον Μπερνάτ: κάτι απροσδιόριστο τον εμπόδιζε να είναι αυθεντικός. Γιατί, η
λογοτεχνία δεν είναι παιχνίδι. Ή, αν είναι μόνο παιχνίδι, δεν μ’ ενδιαφέρει.
Η επιμονή του Μπερνάτ να
γράψει παρόλο που το χάρισμά του βρίσκεται στο χώρο της μουσικής, αναδεικνύει
την ιδιαιτερότητα της λογοτεχνίας ως την τέχνη που ικανοποιεί πολύ
συγκεκριμένες ανάγκες (συγνώμη, όλη μου
την κωλοζωή προσπαθώ να γράψω κάτι αξιοπρεπές, που να ταρακουνήσει τον
αναγνώστη, και συ, χωρίς να έχεις
προσπαθήσει ποτέ, με την πρώτη κιόλας απόπειρα, βάζεις το δάχτυλο στην πιο
βαθιά πληγή της ψυχής).
Τώρα είναι αλλιώς. Τώρα είναι η επόμενη
μέρα.
Πήρα τα τριακόσια φύλλα, με τα οποία μου είχαν βγει τα
μάτια προσπαθώντας να αναλύσω το κακό, που ήξeρα ότι ήταν
εξίσου άφατο και μυστηριώδες με τη θρησκευτική πίστη, και, στην πίσω πλευά σαν
να ήταν παλίμψηστο, ξεκίνησα τούτο το γράμμα, που έχω την εντύπωση ότι το
τελειώνω τώρα, που έφτασα στο hinc et nunc.
Είναι οι τελευταίες
δημιουργικές αναλαμπές ευτυχίας και ωριμότητας του Αντριά λίγο πριν το τέλος,
πριν τις τελευταίες δραματικές στιγμές, την οριστική απώλεια της Σάρας και την
σταδιακή εξασθένιση της μνήμης του. Ενώ ο ήρωας έχει φτάσει στο σημείο να έχει
νικήσει όλα τα τέρατα, να έχει απαντήσει όλους τους γρίφους της ζωής του σαν
τον Οδυσσέα επιστρέφει σε μια Ιθάκη ξένη, ενώ η σταδιακή απώλεια της μνήμης
προσδίδει ένα υπαρξιακό/τραγικό βάθος στις ακραίες συνειδητοποιήσεις του:
Είναι πολύ ειρωνικό το ότι πέρασα μια ζωή προσπαθώντας
να έχω πλήρη συνείδηση των πράξεών μου. Μια ζωή κουβαλώντας τα λάθη μου, που
είναι πολλά, καθώς και τα λάθη της ανθρωπότητας. Και στο τέλος θα φύγω χωρίς να
ξέρω ότι φεύγω.
Αντίο, Αντριά. Με αποχαιρετώ από τώρα, για κάθε
ενδεχόμενο.
Χριστίνα Παπαγγελή
Υ.γ. Παραθέτω τρεις ακόμη
προσεγγίσεις, επισημαίνοντας ότι σε ένα τόσο εκτεταμένο αλλά κυρίως
πολυπρισματικό βιβλίο, ο καθένας εστιάζει σε τελείως διαφορετικές πτυχές,
γράφοντας εντέλει ένα νέο κείμενο. Είναι
του Άγη Αθανασιάδη (librofilo), του Ίκαρου Μπαμπασάκη και της Λίνας Πανταλέων (19.826 λέξεις, με ξεπέρασε και μένα!!!)