Όχι μόνο
διασκεδαστικό/σπαρταριστό, αλλά βαθύ, σαρκαστικό και πολύ πρωτότυπο είναι
το βιβλίο αυτό του Λιόσα, ένα βιβλίο που
σχολιάζει εύστοχα την κοινωνική πραγματικότητα της Χιλής, την μυθοπλασία των
ΜΜΕ, αλλά κυρίως την περιπέτεια της γραφής… Όπως γράφει και ο ίδιος στο
προλογικό σημείωμα, μια από τις αδυναμίες του είναι το μελόδραμα, τροφοδοτημένο από τις σπαραξικάρδιες μεξικάνικες ταινίες
της δεκαετίας του πενήντα, είδος που το αξιοποιεί -για να μην πω
«αποδομεί»- χαρακτηριστικά στο βιβλίο αυτό. Έτσι, ο γραφιάς της ιστορίας (του
τίτλου), είναι ο περίφημος Πέδρο Καμάτσο, φανατικός συγγραφέας ραδιοφωνικών
σήριαλ (έδινε την εντύπωση ότι
καθαρόγραφε ένα κείμενο που ήξερε απέξω, σα να δακτυλογραφούσε κάτι που του
υπαγόρευαν. Πώς ήταν δυνατόν, με την ταχύτητα που τα δάχτυλά του έπεφταν πάνω
στα πλήκτρα, να επινοούσε επί εννέα, δέκα ώρες την ημέρα καταστάσεις, ανέκδοτα,
διαλόγους, πολλές και διαφορετικές ιστορίες;) που γράφει με ιερή σοβαρότητα
τις ιστορίες μέρος των οποίων γευόμαστε και μεις, οι αναγνώστες. Ιδιόρρυθμος,
χαλκέντερος, επινοητικός, γίνεται το ίνδαλμα/πρότυπο του νεαρού πρωταγωνιστή
και αφηγητή Μάριο, που είναι φοιτητής νομικής, θέλει να γίνει συγγραφέας και
δουλεύει στο ραδιόφωνο, στα δελτία ειδήσεων. Παράλληλα, ο δεκαεννιάχρονος
κεντρικός ήρωας- αφηγητής ερωτεύεται παράφορα, παθιασμένα, αχαλίνωτα την
τριανταδυάχρονη… θεία του, τη θεία Χούλια.
Αυτό είναι το σκηνικό, αυτό
είναι το πλαίσιο. Η αφήγηση του Μάριο είναι πνευματώδης, διεισδυτική και σε
πολλά σημεία ξεκαρδιστική˙ μεταφέρει γνήσια την νεανική ψυχολογία του
νεοφώτιστου Μάριο, που πιστεύει στο
όνειρο, πιστεύει στον έρωτα, δεν τον σταματά τίποτα… Παράλληλα, παρατηρεί τους
ανθρώπους, τον κόσμο γύρω του με κέφι και χιούμορ, ρουφά κάθε καινούρια
εμπειρία σα σφουγγάρι και ρισκάρει απερίσκεπτα ακολουθώντας το συναίσθημα… Αποκαθηλώνει
τις ραδιοτηλεοπτικές αυτοκρατορίες λέγοντας π.χ. ότι οι σειρές πωλούνταν με το κιλό, επειδή ήταν ένας τρόπος πιο ακριβής από
τον αριθμό των σελίδων ή των λέξεων, υπό την έννοια ότι το βάρος ήταν το μόνο
που μπορούσε να επαληθευτεί. («Σίγουρα»,
έλεγε ο Χαβιέρ, «αν δεν υπάρχει χρόνος για να διαβαστούν, πόσο μάλλον για να
μετρηθούν όλες αυτές οι λέξεις». Τον ενθουσίαζε η ιδέα μιας σειράς εξήντα οκτώ
κιλών κι τριάντα γραμμαρίων, της οποίας η τιμή, όπως και των αγελάδων, του
βουτύρου και των αυγών, καθόριζε μια ζυγαριά). Ξεκαρδιστική είναι και η
περιγραφή των συνεργατών του, π.χ. του Πασκάλ με την ακατάσχετη τάση του για φρίκη. Ακόμα και οι ίδιοι οι ραδιοφωνικοί
σταθμοί χρωματίζονται σατιρικά (οι δυο
ραδιοφωνικοί σταθμοί ανήκαν στον ίδιο ιδιοκτήτη και γειτόνευαν στην οδό Μπελέν.
Δεν έμοιαζαν καθόλου. Αντίθετα, σαν εκείνες τις αδερφές της τραγωδίας που
γεννήθηκαν η μία πλήρης χαρισμάτων και η άλλη ελαττωμάτων, διακρίνονταν για τις
αντιθέσεις τους). Από την κρισάρα τη σάτιρας περνάν και όλοι οι συγγενείς
του Μάριο, συμπεριλαμβανομένης της πιπεράτης θείας Χούλια, με την οποία αρχικά
η σχέση ήταν προβληματική.
Οι απολαυστικότερες όμως λεπτομέρειες αφορούν
την περιγραφή του παθιασμένου γραφιά, του Βολιβιανού Πέδρο Καμάτσο, του οποίου
το γράψιμο ποτίζει όλη του την ύπαρξη, όλον τον τρόπο ζωής… Παρόλη την τρομερή
επιτυχία των ραδιοφωνικών σήριαλ και τη συρροή χιλιάδων οπαδών για αυτόγραφα, η
ανθρώπινη αυτή καρικατούρα ζει σπαρτιάτικα ενώ τα ωράρια και το σύστημα
δουλειάς του είναι υπεράνθρωπα (είπα ότι
ζήλευα την αντοχή του που, παρά τα ωράρια γαλέρας, ποτέ δεν φαινόταν
κουρασμένος. «Έχω τις στρατηγικές μου για να γίνεται η μέρα πολύχρωμη, μας
εξομολογήθηκε»). Αυτές τις στρατηγικές ο αφηγητής, με το γαργαλιστικό του
ύφος, τις μοιράζεται μαζί μας… Αποκορύφωμα
η εξομολόγηση των μικρών μυστικών της υποκριτικής τέχνης (γιατί
πρόκειται για ραδιοφωνικά σήριαλ, όχι τηλεοπτικά, οπότε ο ήρωάς μας μαζί με
άλλους δυο τρεις ηθοποιούς υποδύεται όχι μόνο τους ρόλους αλλά και… τους ήχους
που επενδύουν τις πράξεις τους!): απ’
όλες τις λειτουργίες που μπορούσα να θυμηθώ ποτέ δεν είχα δει τελετή τόσο βαθιά
αισθαντική, ιεροτελεστία τόσο βιωματική, σαν την ηχογράφηση. Ο Πέδρο
Καμάτσο, όχι μόνο επιστρατεύει απίστευτα μέσα για να μιμηθεί τους ήχους που
συνοδεύουν τις πράξεις των ηρώων, αλλά ο ίδιος μεταμφιέζεται καρναβαλικά κάθε
φορά, μόνος του στο χώρο συγγραφής, για να ταυτιστεί με τους πρωταγωνιστές του:
με ιερατική βραδύτητα σηκώθηκε, πήγε
μέχρι τη βαλίτσα, την άνοιξε και άρχισε να βγάζει από τα σωθικά της, όπως ο
ταχυδακτυλουργός βγάζει περιστέρια ή σημαίες από το ημίψηλό του, μια
απροσδόκητη συλλογή από αντικείμενα: μια περούκα Άγγλου δικαστή, ψεύτικα
μουστάκια διαφόρων μεγεθών, ένα κράνος πυροσβέστη, στρατιωτικά σιρίτια, μάσκες
χοντρής γυναίκας, γέρου, ηλίθιου παιδιού, το ραβδί του τροχονόμου, το κασκέτο
και την πίπα του θαλασσόλυκου, ψεύτικες μύτες, αυτιά, γενειάδες από βαμβάκι… Ο
εξωπραγματικός αυτός χαρακτήρας διαπνέεται από εμμονές (π.χ. ότι οι Αργεντίνοι
είναι άχρηστοι, ότι οι πενηντάρηδες είναι προνομιούχοι) και δείχνει δυσανάλογο
θάρρος/θράσος στυλ Δαυίδ-Γολιάθ απέναντι στους εχθρούς του, ενώ δηλώνει στον
θαυμαστή του, Μάριο, ότι είχε «πλούσια συναισθηματική ζωή» («Πολύ πλούσια, ναι», συγκατένευσε
κοιτάζοντάς με στα μάτια πάνω απ’ το φλιτζάνι με τον δυόσμο και τη λουίζα που
ετοιμαζόταν να πιει. «Αλλά δεν έχω αγαπήσει ποτέ γυναίκα με σάρκα και οστά»).
Οι τραγελαφικές συγγραφικές
απόπειρες του Μάριο (γευόμαστε την πλοκή των ιστοριών που επινοεί, που είναι
όντως πρωτόλειες/για γέλια), το πάθος του να γίνει συγγραφέας και οι γνήσιοι,
αθώοι προβληματισμοί πάνω στην αξία της λογοτεχνίας (π.χ. οι εξηγήσεις στη «λογοτεχνικά
αναλφάβητη» Χούλια της σημασίας του περουβιανού ιδιωματισμού huachafo: δευτεράντζα,
μπας κλας, κακόγουστο- τι ήταν και τι δεν ήταν επιτρεπτό να λέγεται ή να
γίνεται, και υπέβαλα τα βιβλία της σε ιεροεξεταστική λογοκρισία τοποθετώντας
όλος τους αγαπημένους της συγγραφείς σε λογοκρισία), όλα αυτά συνθέτουν το
ψυχικό υπόβαθρο του αφηγητή και βρίσκονται πίσω από το νήμα θαυμασμού που
τον συνδέει με τον Καμάτσο. Οι παραξενιές και οι ιδεοληψίες του ινδάλματός του τον
καταπλήσσουν, ωστόσο ο μοναδικός αυτός εραστής του λόγου τον σαγηνεύει: πώς μπορούσε να είναι από τη μια μια παρωδία
συγγραφέα και την ίδια στιγμή ο μόνος που, λόγω του χρόνου που αφιέρωνε στην
τέχνη του και των έργων που είχε δημιουργήσει, άξιζε αυτόν τον τίτλο στο Περού;
Η πραγματική όμως αποδόμηση
αρχίζει όταν ο ευφάνταστος συγγραφέας αρχίζει και ανακατεύει τους ήρωες των
σήριαλ, αλλάζει τα ονόματά τους ή τους… νεκρανασταίνει, πλάθοντας έναν ολότελα
φανταστικό κόσμο προς απελπισία των παραγωγών που δεν μπορούν να επέμβουν… (δεν δέχεται ούτε να του απευθύνω τον λόγο. Η
επιτυχία τον έχει κάνει πολύ αλαζονικό και κάθε φορά που πάω να του μιλήσω γίνεται
αγενής). Το αστείο είναι ότι το ευρύ κοινό δέχεται καλοπροαίρετα αρχικά
αυτούς τους «μοντερνισμούς», ενώ όταν το κακό παραγίνεται όλοι περιπίπτουν σε
σύγχυση…
Η παράλληλη εξιστόρηση του
μεγάλου έρωτα (του έφηβου Μάριο με την τριαντάχρονη θεία Χούλια) κρατά επίσης
σε ενδιαφέρον τον αναγνώστη, με τις κρίσεις, τις μεταπτώσεις και τις αγωνίες
των δυο ερωτευμένων, τις αντιδράσεις συγγενών και φίλων, ενώ καταλήγει αίσια σ’
ένα κρεσέντο τραγελαφικών προσπαθειών να νομιμοποιηθεί η σχέση. Ο Λιόσα
επιλέγει να μην διαψεύσει τον εφηβικό ενθουσιασμό και τον ρομαντισμό που
διαπνέει τον αυθόρμητο αυτόν έρωτα που άνθισε και ωρίμασε χωρίς ελπίδα και
προοπτική.
Χριστίνα Παπαγγελή