Είναι ένα μικρό αλλά συγκλονιστικό στο περιεχόμενό
του βιβλιαράκι, εφόσον ρίχνει διαφορετικό φως σ ένα γεγονός της σύγχρονης
νεοελληνικής ιστορίας, ένα γεγονός που συντάραξε τον μικρόκοσμο της
Θεσσαλονίκης στο τέλος της δεκαετίας του ’50. Πρόκειται για τη στοχοποίηση και
την άδικη – όπως αποδείχτηκε- καταδίκη του 28χρονου Αριστείδη Παγκρατίδη, για
ειδεχθή κατά συρροήν εγκλήματα με θύματα νεαρές κοπέλες.
Πέρα
από τα πραγματικά ρεπορτάζ που σχετίζονται με την εκτέλεση του υποτιθέμενου περιβόητου
«δράκου του Σέιχ Σου» τον Φεβρουάριο του 1968, ο συγγραφέας δίνει φωνή σε εννέα
μυθιστορηματικά πρόσωπα που γνώρισαν τον Αρίστο και «καταθέτουν» τη μαρτυρία
τους γι’ αυτόν. Δεν ακούμε τη φωνή του πραγματικού πρωταγωνιστή, που είναι ο
Αρίστος˙ εκείνος είναι απών, είναι νεκρός. Οι εννιά τελείως διαφορετικοί
άνθρωποι που σκόνταψαν πάνω στη ζωή του, («ένα φιλαράκι» στην αλάνα, ένας
αχθοφόρος, ένας γείτονας παρακρατικός, το αφεντικό του στο γύρο του θανάτου,
μια τραγουδίστρια, μια τραβεστί κ.α.) έχουν δει μια πλευρά ο καθένας της
πολυτάραχης και ουσιαστικά στερημένης ζωής του πρωταγωνιστή, που καταδικάστηκε
κι εκτελέστηκε άδικα[1],
ως εξιλαστήριο θύμα μιας πανικόβλητης από εγκλήματα κοινωνίας. Πέρα όμως από
την ενδιαφέρουσα ατομική περίπτωση, βλέπουμε μια τομή της ελληνικής
μετεμφυλιακής ιστορίας μέσα από διαφορετικά πρίσματα, και μάλιστα κατά κύριο
λόγο από άτομα περιθωριακά.
Το
πρώτο κεφάλαιο που περιλαμβάνει, όπως είπαμε, τα ρεπορτάζ, ξεκινά με την
«έκθεσιν εξετάσεως του κατηγορουμένου», το -πραγματικό- κείμενο που έγραψε ο
ίδιος ο κατηγορούμενος εκθέτοντας τη ζωή του. Ένα κείμενο λιτό σαν δελτίο
αναφοράς, που για τον αναγνώστη αποτελεί τον μπούσουλα, το παζλ όπου θα
ταιριάξει όλα τα κομμάτια των αφηγήσεων. Στο ίδιο κεφάλαιο έχουμε και τις
πραγματικές μαρτυρίες από άλλα σχετιζόμενα πρόσωπα. Έτσι, αποκτάμε μια εικόνα
του κόσμου του Αρίστου. Φυσικά εντυπωσιάζει η πολυδαίδαλη ζωή που πρόλαβε να
ζήσει μέχρι τα 26, οι μικροκομπίνες, καθώς και η απίστευτη φτώχεια που τον
αναγκάζει να εκδίδεται σε άντρες, είτε ενεργητικά είτε παθητικά, χωρίς να έχει
ο ίδιος τέτοιου είδους προτίμηση.
Οι
αφηγήσεις είναι πρωτοπρόσωπες, σε εξομολογητικό τόνο και καθεμιά έχει το
ιδιαίτερο ύφος του ομιλητή. Έτσι, θα
μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο Κοροβίνης «θεατροποιεί» κάπως το υλικό του,
μεταβιβάζοντας κάθε φορά μια διαφορετική ψυχοσύνθεση, έναν διαφορετικό
μικρόκοσμο. Αν εξαιρέσουμε τον «χωροφύλακα δημοκρατικών φρονημάτων» και τον «αστό της παραλίας» που μιλάει
καθαρεύουσα, οι περισσότεροι αφηγητές είναι λαϊκοί άνθρωποι και μιλάνε την
σαλονικιώτικη ντοπιολαλιά (π.χ. η παραδουλεύτρα, ο αχθοφόρος, ο φίλος από τα
παιδικά χρόνια) έως λούμπεν, με αποκορύφωμα την Λολό (τραβεστί) που μιλάει
καλιαρντά και είναι ως εκ τούτου απαραίτητο το γλωσσάρι που βρίσκεται στο κάτω
μέρος της σελίδας. Το ύφος σε πολλές απ αυτές τις περιπτώσεις θυμίζει έντονα
Ταχτσή.
Αν
συνθέσει κανείς όλες αυτές τις αφηγήσεις θα βγάλει ως κοινή συνισταμένη έναν ήπιο, φοβισμένο και ευαίσθητο χαρακτήρα,
πολύ στερημένο. Ο Αρίστος παρουσιάζεται απ όλους σαν ένα όμορφο παιδί (ήταν πολύ αρρενωπός. Κι είχε ζεστή ματιά.
Ένα δακρυσμένο βλέμμα, που τόνιζε την ορφάνια του… Απ την άλλη ήταν ζωντανό
παιδί, ένα ταυράκι, τι να σε πω! Έβγαζε κάτι επιθετικό, έβγαζε όρεξη για
ερωτικά σκάνδαλα, για τρέλες)˙ ξυπνά τον έρωτα σε άντρες και γυναίκες, κι
αυτή τη σωματική έλξη βέβαια την εκμεταλλεύεται στο έπακρον λόγω φτώχειας. Χωρίς
να γνωρίσει πατέρα (τον δολοφόνησαν οι Ελασίτες), μεγάλωσε με τέτοια πείνα που
τον αποκαλούσαν «Γουρούνα», γιατί ανακάτευε τα σκουπίδια. Έτρωγε ξύλο, παράδερνε
από δω κι από κει, η πρώτη φορά που άρχισε να εκδίδεται ήταν για ένα πιάτο
φασολάδα.
Όταν τον γνώρισα ήταν αδύναμος και ταλαιπωρημένος. Ήταν ένα παιδάκι
συμπαθέστατο. Έτρεχε και χάζευε όλα τα θεάματα στα πανηγύρια. Τυπικός στα
καθήκοντα που του ανέθετα, με προθυμία, δραστήριος. Καματερός και προκομμένος.
Ήταν δουλεμένο παιδί και ψημένο στην πιάτσα. Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης. Απ
ό, τι μου είπε, δεν υπήρχε δουλειά που να μην την είχε κάνει μέχρι τότε. Σε
γιαπιά, σε τσαγκαράδικο, σε παντοφλάδικο, στη λαχαναγορά, σε χρυσοχοείο, μικροπωλητής,
χαμάλης, λούστρος, μάγειρας, γκαρσόνι, πουλούσε λεμόνια, περιοδικά, εφημερίδες,
πασατέμπο και αναψυκτικά τις Κυριακές. Δούλευε στις κούνιες, στα συγκρουόμενα,
στο λούνα παρκ και στο κανονάκι, στα πανηγύρια.
Μέσα
από την αμεσότητα αυτών των αφηγήσεων ζωντανεύει και η Θεσσαλονίκη της εποχής…
Το περίφημο δάσος του Σέιχ Σου («Το νερό του Σεΐχη») όπου τότε ακόμη κατέβαιναν
τσακάλια και λύκοι. Η Τούμπα με το γήπεδο του ΠΑΟΚ και τις γειτονιές της (όλα φτωχικά και ταπεινά μα περιποιημένα και
μεγαλόκαρδα)˙ οι μικροπωλητές στο Βαρδάρη,
οι μυστικοί, οι Ασφαλίτες, το
λαθρεμπόριο στο λιμάνι, (τι γυρεύανε
τόσοι περίεργοι όλη την ώρα μέσα στα γραφεία του λιμανιού, τι δουλειά είχανε
και μπαινοβγαίνανε στα τελωνειακά καταστήματα και κουβαλούσανε κάτι σακουλάρες
στον ώμο;). Μέχρι και τα «Ελγίνεια της Θεσσαλονίκης», σηκώσαν οι
κοντραμπατζήδες, τις «Μαγεμένες» (las incatadas).
Εκεί
που συμβίωναν ακόμα Οθωμανοί, Εβραίοι, Τούρκοι, Βούλγαροι, «ξένοι». Όπου
«ξένοι» νοούνται οι Ευρωπαίοι ή οι Αμερικάνοι, γιατί με τους άλλους, της Ανατολής, είχαμε κοντινά χούγια, συνεννοούμασταν, λέει
ο αχθοφόρος. Γύφτισσες απ όλα τα
τσιγγάνικα μιλέτια, χαρτομάντισσες, χειρομάντισσες. Λαϊκά θέατρα, τσίρκα
λογής λογής, παραστάσεις Καραγκιόζη. Οι
πεχλιβάνηδες, Τούρκοι οι περισσότεροι, που κάνουν παραστάσεις- ιεροτελεστίες
στο Σοχό αλλά και στη Νιγρίτα και στη Δράμα..
Ένα
όμως από τα ωραιότερα κεφάλαια είναι αυτό όπου μιλάει το αφεντικό του Αρίστου
στον γνωστό «γύρο του θανάτου» (είμαι
τριγυρίστρας, πολυμήχανος. Είμαι πολυτεχνίτης, νταραβέρατζης. Με ξέρουνε όλοι
στην πιάτσα). Ο αφηγητής μιλάει με λεπτομέρειες γι αυτό το συναρπαστικό
θέαμα που περιφερόταν σ όλη τη βόρεια Ελλάδα κι έκοβε την ανάσα στους θεατές.
Όσα παλληκάρια ανέβαιναν στη μηχανή πατούσαν στην κόψη του ξυραφιού και γι αυτό
τα έβλεπαν σαν πρόσωπα του παραμυθιού,
σαν θρύλους. Ο γύρος του θανάτου που χαρίζει και τον τίτλο του στο βιβλίο
συνοψίζει τη μοίρα του Αρίστου, που σαν μέγγενη τον παγίδευσε στα 28 του
χρόνια.
Τον κυνηγούσαν, από παντού τον κυνηγούσαν. Ακόμη και τα φαντάσματα. Αχ,
αυτή η καλιαρντοσύνη της εποχής! Το φονικό του πατέρα του τον βασάνιζε, η
φτώχεια τον κατέτρεχε, η ορφάνια τον τυραννούσε. Η γειτονιά του τον απόπαιρνε.
Οι φίλοι του τον έριχναν. Ο κόσμοςτον κουσέλευε. Οι χασικλήδες τον
χρησιμοποιούσαν. Οι μπάτσοι τον παρακολουθούσαν. Η ψυχή του τον έτρωγε. Τον είχε
στο μάτι ο άχαλος ο Μαυρονταβάς. Στο γύρο του θανάτου δεν δούλευε; Ε, αυτό
ήτανε η ζωή του. Ο γύρος του θανάτου ήτανε.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου