Το κύριο φιλοσοφικό ερώτημα είναι η αρρώστια[1], γράφει
ο Σταύρος Ζουμπουλάκης[2], παίρνοντας αφορμή από το γεγονός ότι η χρόνια
αρρώστια της αδερφής του επηρέασε καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο βλέπει τη ζωή και τον κόσμο.
Ξεκαθαρίζοντας ότι δεν πιστεύει στη μεταφυσική
του πόνου ούτε στην εξαγνιστική λειτουργία του, αναγνωρίζει σε βάθος όμως αυτή
την απλή αλλά συχνά ξεχασμένη αλήθεια, ότι η
αρρώστια, η δική σου ή των άλλων σε κάνει να εκτιμάς την αξία των πιο κοινών
και καθημερινών πραγμάτων.
Πρόκειται λοιπόν για
ένα χρονικό- μνημόσυνο της αδερφής του Γιούλας, που έφυγε στα εξήντα της
χρόνια, βασανισμένη από κρίσεις επιληψίας που πρωτοεκδηλώθηκαν στα εφηβικά της
χρόνια κι επιδεινώνονταν διαρκώς. Μια κοπέλα που, όπως περιγράφει ο συγγραφέας, ήταν ασύγκριτη∙ ήταν πανέμορφη, ζωγράφιζε, τραγουδούσε, χόρευε, ξεσκόνιζε
τις ποιητικές συλλογές[3]∙ έσφυζε
από ζωή, από όρεξη, από ενδιαφέροντα, από χαρά. Η στιγμιαία απώλεια συνείδησης στα
τελευταία χρόνια του γυμνασίου έγινε σταδιακά μια αρρώστια μη ελεγχόμενη από
φάρμακα, μια απρόσκλητη απρόοπτη κι ανεπιθύμητη επισκέπτρια, που προκαλούσε τρομερά κύματα άγχους και αϋπνίας στον
μικρότερο αδερφό.
Ένα πράγμα ξέρω σήμερα με βεβαιότητα, ότι εκεί στα
δεκατέσσερα- δεκαπέντε έπαψα να μεγαλώνω. Είχα ήδη ενηλικιωθεί. Είχε πια
σχεδιαστεί της ζωής μου η περιοχή.
Η αποσιώπηση του
οικογενειακού μυστικού γίνεται βάρος ασήκωτο. Θα περάσουν πολλά χρόνια ώσπου να μπορέσω να αντιδράσω σε αυτήν την
κατάσταση μυστικότητας που μου είχε επιβληθεί αλλά στην οποία είχα και γω ο
ίδιος συνεργήσει. (…) Σκέφτομαι σήμερα ότι το μυστικό αυτό που κουβάλησα
αμοίραστο μέσα μου για χρόνια μπορεί να με οδήγησε σε μια μοναχική εσωτερικότητα
και να με προφύλαξε από την επιπόλαιη εξωστρέφεια. Αυτά βέβαια τα λέω σήμερα,
τότε πολύ θα ήθελα να ήμουν ένας επιπόλαιος εξωστρεφής τύπος που καλοπερνάει,
«ένας οποιοσδήποτε Ευτύχιος», που λέει και ο Μάριος Χάκκας.
Η Γιούλα τελείωσε το
σχολείο, μπήκε στη Νομική που δεν τελείωσε ποτέ, αποφάσισε να ασχοληθεί με το
θέατρο (αποφοίτησε αργότερα τη Σχολή του Πέλου Κατσέλη κι έπαιξε σε αξιόλογους
θιάσους), παντρεύτηκε δυο φορές (η ημέρα
του πρώτου γάμου της ήταν για μένα κόλαση/ εξαφανίστηκε από το σπίτι κλπ). Όπως
συμβαίνει συνήθως, η αντίδραση στην αρρώστια τέτοιων προικισμένων- από-
ενέργεια-ατόμων είναι η υπερδραστηριότητα (ήταν
ουσιαστικά εξέγερση ενάντια στην αρρώστια της, ήθελε να πει ότι αυτή η γαμημένη
αρρώστια δεν θα την καταβάλει, θα κάνει ό, τι κάνουν και οι άλλοι, θα ζήσει τη
ζωή της). Αυτή της η επιλογή
επηρεάζει και τη ζωή του Σταύρου, εφόσον αναγκάζεται να είναι το «καλό παιδί»
(να διαβάζει, να τελειώσει τη σχολή, να μένει σπίτι τα βράδια), για να μη
στενοχωριούνται κι άλλο οι γονείς.
Δεν έχει όμως σημασία
να αναφερθώ εδώ σε λεπτομέρειες της καθημερινότητας των δύο αδερφιών. Το βιβλίο
αυτό αποτελεί μια κατάθεση ψυχής σε θέματα που αφορούν τις «εσχατιές της
συνείδησης», και μόνο σε προσωπικό
επίπεδο έχει σημασία να το προσεγγίσει κανείς.
Η συνείδηση μπροστά στην αδικία που βιώνει στην ψυχή και στο σώμα, δεν
αντέχει το βάρος της μεταφυσικής αδικίας
που τη διάλεξε, εξεγείρεται και χάνεται στην αναζήτηση απαντήσεων ή,
τουλάχιστον, παρηγοριάς. Προσωπικά λοιπόν μιλώντας, παρόλο που οι αντιλήψεις
μου περί θρησκείας μάλλον διαφοροποιούνται από του συγγραφέα, με άγγιξε η
ειλικρίνεια, η εντιμότητα του πνεύματος που
φαίνεται μέσα από το βιβλίο ότι χαρακτηρίζει τους ανθρώπους που τους βασανίζει
ένα τέτοιου είδους μυστικό. Ξεγυμνώνονται από κάθε είδος συμφέροντος γιατί δεν
έχει νόημα κανένα μικροσυμφέρον και αναζητούν πλέον κάποιο αποκούμπι, όχι στα
ανθρώπινα. Μιλάς, συμπεριφέρεσαι,
ενεργείς σαν ένας κανονικός άνθρωπος, εσύ όμως βρίσκεσαι αλλού.
Η νοητική και
συναισθηματική προσπάθεια να ερμηνεύσεις το σκάνδαλο της αρρώστιας και του
θανάτου, το δυσερμήνευτο, οδηγεί σε μια διαλεκτική που πασχίζει να λύσει τις
αντιφάσεις:
Με αφοπλιστική
ειλικρίνεια π.χ., ομολογεί ο συγγραφέας την
«μικροψυχία» του, ότι αρχικά έψαχνε τους
δυστυχισμένους, αυτούς κυρίως που είχαν ανίατα αρρώστους συγγενείς, παιδιά και
αδέρφια. «Έδειχνα βέβαια ότι λυπάμαι αλλά κατά βάθος χαιρόμουν. Χαιρόμουν που
δεν ήμουν μόνος. Η ίδια η ύπαρξη του άλλου σε ανακουφίζει. Νιώθει
διχασμένος γιατί νιώθει τύψεις όταν διασκεδάζει, ενώ ξέρει ότι η αγαπημένη του
αδερφή μπορεί να υποφέρει εκείνη τη στιγμή («άλλος ψυχομαχάει κι άλλος καυλομαχάει»). Είναι τρομαχτικό πόσο άνισα
μοιράζονται τα βάσανα σε όλους, πώς η
διαψευσμένη προσδοκία βιώνεται ως αδικία. Περνάει λοιπόν διάφορες φάσεις:
εύχεται να αρρωστήσει ο ίδιος, αρνείται να γλεντήσει, αρνείται τη χαρά, ακόμα
και τον έρωτα, φτάνει στο σημείο να προσευχηθεί ακόμα και να πεθάνει(τώρα (όχι τότε) μπορώ να πω και κάτι άλλο:
όποιος ποτέ δεν ένιωσε μια φορά έστω στη ζωή του την επιθυμία να πεθάνει για εκείνον
που αγαπάει, έχει στερηθεί κάτι πολύτιμο σε τούτη τη ζωή. Η Γιούλα μού χάρισε
να νιώσω κάτι από το μυστήριο της αγάπης).
Μήπως τελικά ο πόνος που έζησα με τη Γιούλα, που δεν
τον έλεγα σε κανέναν και τον κρατούσα και τον μεγάλωνα μέσα μου, ήταν κάτι που
το χρειαζόμουν εγώ, μήπως ήταν τελικά το μυστικό εργαστήρι της διαμόρφωσής μου,
του δικού μου «γένοιο οἷος ἐσσί;»
Ο συγγραφέας στρέφεται στη θρησκεία (αυτή ήταν η πατρική κληρονομιά, αυτός ήταν ο κόσμος μου). Δεν
μπορεί όμως ένα παιδί δεκαέξι χρονών να εξηγήσει τη σκληρότητα ενός θεού, όταν
οι προσευχές της μάνας του πατέρα (παπά) κι όλης της οικογένειας είναι συνεχείς
και ειλικρινείς. Σύντομα η πίστη κλονίζεται. Η αμφιβολία για το θεό σε κάνει να ακούς καθαρότερα τη φωνή του
ανθρώπινου πόνου. Η στέρηση κάθε πραγματικής και βαθιάς χαράς τον οδηγεί
στο συγκλονιστικό: εγώ που κάποτε
ευχόμουν πραγματικά να πεθάνω για να γίνει καλά η αδερφή μου, έφτασα τώρα να εύχομαι το δικό της θάνατο.
Το χριστιανοφανές πρόσχημα ήταν για να λυτρωθεί επιτέλους εκείνη από τα βάσανά
της, στο βάθος όμως -δε γελιέμαι πια σήμερα που το γράφω-για να λυτρωθώ εγώ. Η «άβυσσος του κακού» στην οποία βλέπει
πια τον εαυτό του, τρομοκρατεί τον ήρωα, ο οποίος καταφεύγει μέχρι και στο Άγιο
Όρος. Από τις εκκλησιαστικές φωνές που μιλούν για τη σοφία του θεού, προτιμά
τις ραγισμένες φωνές, όπως αυτήν της μυστικίστριας
Σιμόν Βέιλ[4]. Μέσα
από το πνεύμα της φτάνει στην προσωπική του αλήθεια, που θεωρώ κι εγώ προσωπικά
ότι αποτελεί την ουσιαστική συμβολή αυτού του βιβλίου: Η αγάπη σε οδηγεί στο σημείο
να υπερβείς το εγώ, στην έλλειψη εγωισμού, ή μάλλον την υπέρβαση του εγωισμού
τη φέρνει ο πόνος. Η απόσυρση του θεού, ο πόνος χωρίς παρηγοριά, η ανθρώπινη οδύνη, σε όλες τις μορφές της,
αποτελεί τον μοναδικό δρόμο για να φτάσει κανείς στον θεό ως αγάπη, για να
οδηγήσει τον άνθρωπο να τον αναζητήσει και να τον αγαπήσει. Η αγάπη νοείται
ως πνευματική χαρά για την ομορφιά του κόσμου, γιατί η χαρά είναι ένα πνευματικό γεγονός. Προϋποθέτει την καλοσύνη και
την αγάπη. Ο κακός δεν μπορεί ποτέ να είναι χαρούμενος-αυτή είναι και η τιμωρία
του, η κόλασή του. Η Γιούλα ξεχειλίζει από χαρά και ζωντάνια, ακόμα και
στις πιο μεγάλες κρίσεις της. Όταν
πήγαινε σινεμά, γι αυτήν ήταν ένα πανηγύρι κλπ. κλπ. Στον δεύτερο γάμο της
δεν μπορούσε καν να περπατήσει. Παρόλ’ αυτά, έλαμπε το πρόσωπό της, ήταν πολύ
χαρούμενη. Είχε μια ασύλληπτη χαρά ζωής,
ήταν με το μέρος της ζωής μέχρι την τελευταία στιγμή, κυριολεκτικά μέχρι
θανάτου.
Ο Ζουμπουλάκης πιστεύει/νιώθει ότι η αδερφή του είχε φτάσει σ ένα είδος
αγιότητας, όχι με τα εκκλησιαστικά κριτήρια:
Τούτη η αγιότητα
προϋποθέτει αρχικώς και κυρίως την παραίτηση από κάθε ίχνος δύναμης, την πλήρη
απογύμνωση. Η αδερφή μου είχε παραιτηθεί απ’ όλα, δεν διεκδικούσε τίποτα, δεν
ήθελε να πετύχει τίποτα. Ήταν πρώτη κι έγινε έσχατη. Της αρκούσε να ξημερωθεί
καλά. (…) Ο άγιος πορεύεται μέσα στον κόσμο γυμνός κι ανυπεράσπιστος.
Ξαρμάτωτος. (…) Η αθωότητα, η καλοσύνη, η αγιότητα υπάρχουν σ έναν άνθρωπο υπό
την προϋπόθεση ότι τα αγνοεί.
Η ζωή, η προσωπικότητα και ο θάνατος του αγαπημένου προσώπου σημάδεψε
ανεξίτηλα τη ζωή του συγγραφέα. Αποκορύφωμα το τελευταίο χαμόγελο (όταν έφευγα, μου χαμογέλασε. Εκείνη πέθαινε
κι εμένα μου χαμογελούσε). Αναρωτιέται
κανείς αν είναι δυνατόν να εκφραστεί ένα τέτοιο πνευματικό γεγονός με λόγια,
έστω με ένα βιβλίο. Έχει δίκιο ο συγγραφέας, όταν παραθέτοντας το σπαραχτικό
σημείωμα της μάνας του, που το βρήκε στο κομοδίνο ανεπίδοτο, σχολιάζει ότι αυτό,
το ανορθόγραφο σύντομο αποτελεί συγκλονιστική συμπύκνωση εσχατολογίας:
Γιουλα περιμενε να φιγω πρωτη και μετα ερχεσαι και εσή θα σε περιμένω
θα στρωσο τριανταφιλα και αμιγδαλιες που σου αρεσουνε εκει δεν ηπαρχουν σπασμη
δεν υπαρχουν καυμη και η δυο περναμε τον ιδιο πονο εκει θα περασουν όλα η φοβη
η ταχιπαλμιες θα αγγαλιαστουμε και θα ηρεμισουμε θα ήμαστε παντα καλα δεν θα
ηπαρχουν γιατρι
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]
σε αναλογία με την άποψη του Καμύ (όπως επισημαίνεται και στο οπισθόφυλλο) ότι το μόνο φιλοσοφικό ερώτημα είναι το ζήτημα
της αυτοκτονίας, γιατί θέτει το ερώτημα της αξίας της ζωής ή της απαξίας της
ζωής. Η αρρώστια θέτει, με τον
οξύτερο τρόπο, το ζήτημα του νοήματος της ζωής, του θεού, της σχέσης με τους
άλλους, της ευδαιμονίας, της χαράς.
[2]
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης είναι νομικός και
φιλόλογος, και υπήρξε διευθυντής της Νέας Εστίας επί 14 χρόνια
[3]
Όσα ποιητικά βιβλία ή βιβλία περί ποιήσεως κανείς διαβάσει αργότερα, αν δεν
έχει νιώσει αυτή την αναστάτωση στην εφηβεία του ή στην πρώτη νεότητα, άδικα
κουράζεται. Θα είναι ενδεχομένως σε θέση να αναλύει την τεχνική ενός ποιήματος,
να το ταξινομεί, να το συσχετίζει με άλλα, να αποκρυπτογραφεί τις ιδέες του,
αλλά ποτέ δεν θα του δοθεί να συγκινείται με το ίδιο του το ποίημα, να το
νιώθει σωματικά. Το χρωστάω και τούτο στην αδερφή μου.
[4]
Όπως γράφει η Σιμόν Βέιλ:
Μόνο για κείνον που
γνώρισε την καθαρή χαρά, έστω και για μια στιγμή, και γεύτηκε την ομορφιά του
κόσμου, γιατί είναι το ίδιο πράγμα, για κείνον η δυστυχία είναι κάτι
σπαραχτικό. Δε συμφωνεί όμως ο συγγραφέας με την αποθέωση του πόνου, που
φαίνεται μέσα από τα γραπτά της Σιμόν Βέιλ.