Τετάρτη, Απριλίου 28, 2010

Το ανθρώπινο στίγμα, Φίλιπ Ροθ

Μπαίνουμε κατευθείαν στο κλίμα που χαρακτηρίζει το Φίλιπ Ροθ: Πανεπιστήμιο, καθηγητής -"ισχυρή" προσωπικότητα, παράδοξος έρωτας με κάποια πολύ νεότερη. Ο Κόλμαν είναι μια δυναμική παρουσία που εκσυγχρονίζει και βελτιώνει ριζοσπαστικά την ποιότητα σπουδών στο συγκεκριμένο Πανεπιστήμιο, αλλά, παρόλ’ αυτά, κατηγορείται τελείως παράλογα και άδικα για ρατσισμό, επειδή χρησιμοποίησε μια διφορούμενη λέξη αναφερόμενος σε δυο μαύρους απόντες μαθητές (που δεν είχε δει ποτέ του και δεν ήξερε καν ότι είναι μαύροι! Από κει και πέρα παίρνει την κάτω βόλτα, κι όταν πεθαίνει η γυναίκα του στιγματίζεται οριστικά εφόσον συνάπτει ερωτική σχέση με μια καθαρίστρια του Παν/μίου, χαμηλού μορφωτικού και διανοητικού επιπέδου.
Ο αφηγητής είναι ο γνωστός από το «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή» Νέιθαν, συγγραφέας, που παρακολουθεί με συμ-πάθεια τον Κόλμαν και προσπαθεί να κατανοήσει την προσωπικότητά του, αλλά και το μυστήριο του θανάτου του (αυτοκινητιστικό δυστύχημα).
Ο σχεδόν παραιτημένος (από τη ζωή και τον έρωτα) λοιπόν Νέιθαν, παρακολουθεί την «ερωτική φρενίτιδα» του Κόλμαν και προσπαθεί να ερμηνεύσει την ανάγκη ενός εβδομηντάχρονου να παραδοθεί στο σεξ (έστω και με βιάγκρα):
Ήταν πολυάσχολος, και η φύση, το κτήνος που υπήρχε μέσα του ήταν κλεισμένο σ’ ένα κουτί. Και το κουτί άνοιξε. Ο κοσμήτορας, ο πατέρας, ο σύζυγος, ο Παν/κός (…). Τέρμα όλ’ αυτά. Φυσικά, στα εβδομήντα σου δεν είσαι πια το ζωηρό κτήνος που ήσουνα στα 26, αλλά τα απομεινάρια του κτήνους, τα απομεινάρια της φύσης – τώρα έρχεται σε επαφή με τα απομεινάρια. Και είναι ευτυχισμένος με αυτό, είναι ευτυχισμένος που έρχεται σε επαφή με τα απομεινάρια. Είναι κάτι παραπάνω από ευτυχισμένος, ριγεί από συγκίνηση. Κι έχει δεθεί μαζί της (…). Δεν είναι η οικογένεια, δεν είναι το χρήμα, δεν είναι η κοινή φιλοσοφία, δεν είναι το καθήκον. Όχι, αυτό που τον δένει μαζί της είναι το ρίγος της συγκίνησης. Αύριο μπορεί να πάθει καρκίνο και να πάει. Αλλά σήμερα ζει αυτό το ρίγος.
Η «υπερβατική τόλμη» του Κόλμαν εισβάλλει στην ήρεμη, εσωτερική ζωή που είχε επιβάλει στον εαυτό του ο Νέιθαν και τον ανατρέπει:
Γιατί, λοιπόν, αφού μετέτρεψα την εμπειρία της απόλυτης απομόνωσης σε πλούσια, ολοκληρωμένη μοναχική ζωή- γιατί, έτσι εντελώς απροειδοποίητα, να αισθάνομαι μόνος; Τι είναι αυτό που μου λείπει; Ό, τι χάθηκε, χάθηκε. Αδύνατον ν’ απαλύνεις τη σκληρή πραγματικότητα, να πάρεις πίσω αυτά από τα οποία παραιτήθηκες. Τι ακριβώς είναι αυτό που μου λείπει; Απλούστατα, αυτό που έμαθα ν’ αποστρέφομαι. Αυτά που τους γύρισα την πλάτη. Η ζωή. Η εμπλοκή στη ζωή.
Ο Νέιθαν, ύστερα από το θάνατο του Κόλμαν (που προαναγγέλλεται από την αρχή του βιβλίου), ανασκευάζει το παρελθόν και τις σχέσεις και του κεντρικού ήρωα αλλά και της Φιόνα. Μ’ έκπληξη διαπιστώνει ότι ο Κόλμαν δεν είναι Εβραίος αλλά… μαύρος με ανοιχτόχρωμο δέρμα· μια σειρά συμπτώσεων τον σπρώχνουν να το αποκρύψει ώστε να εξελιχθεί η καριέρα του, απαρνιέται διαδοχικά οικογένεια, μάνα, καταγωγή κλπ. ρισκάρει να γεννήσει παιδιά μαύρης φυλής, το αποκρύπτει ακόμα κι από τη γυναίκα του, παρόλο που εκείνη είναι «ανοιχτό μυαλό» (η ανεκτικότητα απέναντι στο ανορθόδοξο δεν της έλειπε καθόλου της Άιρις· ανορθόδοξο γι’ αυτήν ήταν ό, τι συμμορφωνόταν περισσότερο με τα κριτήρια της νομιμότητας). Η ειρωνεία είναι ότι προς το τέρμα της ζωής του τον κατηγορούν για… ρατσιστή!
Ο Νείθαν ανατέμνει όλες τις σχέσεις του Κόλμαν (με τη μάνα του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του- τέσσερα τον αριθμό-, τη Φιόνα. Όλες αυτές οι σχέσεις έχουν ειδικό ενδιαφέρον, αλλά το απόσταγμα του βιβλίου νομίζω βρίσκεται στις σελίδες 420-421:
Ναι, τα είχε καταφέρει για μεγάλο διάστημα, ώσπου να γεννηθούν όλα του τα παιδιά λευκά – όχι όμως ως το τέλος. Αιφνιδιάστηκε από κάτι εντελώς διαφορετικό και ανεξέλεγκτο. Ο άνθρωπος που αποφασίζει να σφυρηλατήσει ένα διαφορετικό ιστορικό πεπρωμένο, που ξεκινάει να ξεκλειδώσει την αμπάρα της ιστορίας και τα καταφέρνει, καταφέρνει να αλλάξει το πεπρωμένο του μόνο και μόνο για να παγιδευτεί από την ιστορία που δεν είχε λογαριάσει: την ιστορία που δεν είναι ακόμα ιστορία, την ιστορία που γράφεται κάθε λεπτό που περνάει, την ιστορία που εξελίσσεται όσο γράφω, που προκύπτει λεπτό με λεπτό και που το μέλλον θα την κατανοήσει καλύτερα από μας. το «εμείς» που είναι αναπόδραστο: η παρούσα στιγμή, η κοινή μοίρα, η διάθεση της στιγμής, το πνεύμα της χώρας σου, ο ασφυκτικός κλοιός της ιστορίας που είναι η εποχή σου. Αιφνιδιάστηκε από τον τρομερά πρόσκαιρο χαρακτήρα των πάντων.
Έτσι, ενώ ο Κόλμαν προσπάθησε να διαφύγει από την «στιγματισμένη» νέγρικη κοινωνία και απαρνήθηκε την ίδια του την καταγωγή, αποβλήθηκε 40 χρόνια αργότερα από μια κοινωνία που υπερασπιζόταν τα ίδια του τα δικαιώματα κι έτρεφε αντιρατσιστικό μίσος.
Κι όλα αυτά είναι γραμμένα στο γνώριμο, συναρπαστικό, υπερ- αναλυτικό κι ενδεχομένως λίγο φλύαρο ύφος του Φίλιπ Ροθ.
Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Απριλίου 17, 2010

Συνομιλίες με τον καθηγητή Υ, Σελίν (Λουί Φερντινάντ Νετούς)

Η αίσθηση που δημιουργεί το αριστουργηματικό βιβλίο που έγραψε το 1932 ο Σελίν «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας», είναι τόσο συγκλονιστική, που έρχεται να προσβάλει την κοινή λογική το γεγονός ότι ο ίδιος άνθρωπος έγραψε λίγα χρόνια αργότερα τους γεμάτους οργή αντισημιτικούς λιβέλλους και υπερασπίστηκε με πάθος το ναζισμό. Οι «Συνομιλίες με τον καθηγητή Υ» είναι ένα βιβλίο/απάντηση που δημοσιεύει μετά την καταδίκη του, την εξορία, την ταπείνωσή του και την απομόνωσή του εξαιτίας των εξωφρενικών του πεποιθήσεων. Οι πρώτες προσπάθειές του να επανέλθει στο λογοτεχνικό προσκήνιο έχουν στεφθεί από αποτυχία, μέχρι που το 1955 ο εκδότης Γκαστόν Γκαλλιμάρ, πιστεύοντας πάντα στην ιδιοφυΐα του, θεωρεί ότι έφτασε η κατάλληλη στιγμή να βγει από την αφάνεια. Έτσι τον «προκαλεί»να ξαναγράψει, κι ο Σελίν απαντά σ’ αυτή την πρόκληση μ’ βιβλίο διαφορετικό· δεν είναι μυθιστόρημα αλλά μια υποθετική συνέντευξη (Πωλάν, αν ιντερβιουαριζόμασταν;) από τον ίδιο του τον εαυτό στον υποθετικό «καθηγητή Υ».
Πρόκειται για μια επινόηση ώστε να ξεδιπλώσει ο συγγραφέας, με το φορτισμένο του, παιχνιδιάρικο, οργισμένο, συναισθηματικό, πληθωρικό ύφος –εδώ στην πιο ακραία μορφή- κάποιες σκέψεις για το σύγχρονο, «αγοραίο» πνεύμα. Πίσω από έναν πομπώδη σαρκασμό που φτάνει βέβαια και στον αυτοσαρκασμό (είναι μαικήνας, δε λέω ο Γκαστόν… είναι όμως κι έμπορας ο Γκαστόν… δεν ήθελα να τον κακοκαρδίσω… βάλθηκα να μου ψάχνω, στο τάκα τάκα, δίχως λεπτού χάσιμο, κάποιες δεξιότητες για να «παίξω το παιχνίδι»!... κατάλαβα illico presto, ένα το κρατούμενο! πρώτα απ’ όλα! ότι «παίζω το παιχνίδι σημαίνει να βγεις στο ράδιο.., κατεπειγόντως!... να πας να ψελλίσεις! δε βαριέσαι! ό, τι να’ ναι!...), σχολιάζει αρχικά όλο το σύστημα έκδοσης βιβλίων, και καταθέτει έμμεσα τη δική του στάση.
Αυτό που καταθέτει, πάνω απ’ όλα, όπως επισημαίνει κι η εμπνευσμένη μεταφράστρια Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, είναι ότι το πολύ μικρό πράγμα που προσέθεσε στη συγγραφή (όχι, κύριε! δε στέλνω μηνύματα στον κόσμο! Δε μεθάω με λέξεις… δε στοχάζομαι για τον πλανήτη!) , είναι η «συγκίνηση του γραπτού λόγου» η ασθμαίνουσα συγκίνηση , «μπόλιασε το γραπτό με την «προφορική συγκίνηση» (είναι μια κούραση που δεν τη βάζει ο νους το «συγκινησιακό μυθιστόρημα»… η συγκίνηση συλλαμβάνεται και μεταγράφεται μόνο δια μέσου του προφορικού λόγου! Της ανάμνησης του προφορικού λόγου!»).
Και παρακάτω, σελ. 79:
Εγώ είμαι άλλο!.. εγώ είμαι πολύ πιο ωμός!...εγώ παγιδεύω όλη τη συγκίνηση!... όλη τη συγκίνηση στην επιφάνεια! Μονομιάς!... αποφασίζω!...την παραχώνω στο μετρό!... στο μετρό μου!...
Με μια σαρκαστική υπεροψία που παρωδεί, και παρουσιάζει από τη μια τον καθηγητή Υ σα μια καρικατούρα, από την άλλη τον εαυτό του επηρμένο σε βαθμό γκροτέσκο, κάνει αναφορές στους σύγχρονούς του –εμπορικούς- λογοτέχνες, χαρακτηρίζοντάς τους «κάργα κιτς» (είστε τόσο στόκος , καθηγητά Υ, που πρέπει όλα να σας τα εξηγούνε!... θα σας τα κάνω λιανά! ακούστε καλά αυτό που σας ανακοινώνω: οι σημερινοί συγγραφείς δεν ξέρουν ακόμη ότι υπάρχει ο κινηματογράφος! … κι ότι ο κινηματογράφος έχει κάνει τον τρόπο τους να γράφουν γελοίο και άχρηστο.. βαρύγδουπο και μάταιο!... (…) ο κινηματογράφος παραμένει όλος ψεύτικος, μηχανικός, παντελώς ψυχρός… το μόνο που διαθέτει είναι ψεύτικη συγκίνηση! Δεν πιάνει τα συγκινησιακά κύματα,,, είναι συγκινησιακά ανάπηρος…)
Σελ. 99:
Λάβατε γνώσιν: δεν αφήνω τίποτα στον κινηματογράφο! του σάρωσα τα εφέ του!... όλη την αρχοντογυφτομελούρα του!... όλη την ευαισθητοδηθενιά του!... όλα τα εφέ του!... διυλισμένα, αποκαθαρμένα όλ’ αυτά! καταμεσίς στα νεύρα του μαγικού συρμού μου! τα παράχωσα όλα το μετρό μου με «τραβέρσες τρεις τελείες» τα παίρνει όλα μαζί του!...
Και παρακάτω (σελ. 62):
- Σας διευκρινίζω… αν είστε καλλιτέχνης του σαλονιού, για σαλόνια, για μαικήνες, για τοπικές οργανώσεις, για πρεσβείες, για σινεμά, πώς εμφανίζεστε; … με βελάδα, μωρέ!... Μ’ ωραία στολή!… είναι δεδομένο! Στιλ κιτς!... έτσι πρέπει! … μα να είστε κλασαρισμένος! Λυρικός;… γεννημένος λυρικός;… πραγματικά λυρικός!... τότε, δε γίνεται!... δεν υπάρχουν πια κουστούμια ου να ταιριάζουν στη φύση σας!... θα πρέπει να εισβάλετε, να παρουσιαστείτε με νεύρα γδαρμένα! … με τα νεύρα σας γδαρμένα!... τα δικά σας!... όχι τα νεύρα αλλουνού!... α, όχι! Τα καταδικά σας! Περισσότερο κι από γυμνά! …Γδαρμένα!...
Το ύφος προσωπικά μού θύμισε το Γιάννη Σκαρίμπα από τις «Τρεις άδειες καρέκλες», αίσθηση που την έκανε πιο έντονη ο τρόπος της αποχώρησης του συγγραφέα από τη συνέντευξη (προς το τέλος του βιβλίου: τους αφήνω να μπουρδουκλώνονται…το σκάω!... η αμαξόπορτα… ο δρόμος… χοπ! Παραπατάω λιγάκι…) Το ύφος της προφορικότητας, της πληθωρικότητας και της συγκινησιακής έντασης επιτείνεται από τις «τρεις τελείες», σε τέτοιο βαθμό που κουράζει-γίνεται μανιέρα. Ασφαλώς είναι συνειδητή επιλογή και αυτοσαρκάζεται γι’ άλλη μια φορά:
-Ωραία!... Οι τρεις τελείες! Κι αν δε με κατακρίνανε για δαύτες! Κι αν δε μου τα πρήξανε για τις «τρεις τελείες» μου!
-Στη θέση των τριών τελειών, θα μπορούσατε, όσο να’ ναι, να βάλετε λέξεις, ιδού η γνώμη μου!
- Παπαρόφουσκα, συνταγματάρχα! Άλλη μια παπαρόφουσκα! … όχι σε συγκινησιακό αφήγημα! Κατακρίνετε μήπως τον Βαν Γκογκ για τις αλλόκοτες εκκλησιές του; Τον Βλαμένκ για τα ξεχάρβαλα αχεροκάλυβά του; Τον Μπος για τα ανασούμπαλα όντα του; Τον Ντεμπυσύ που’ χει χεσμένα τα μέτρα; Εγώ δεν έχω τα ίδια δικαιώματα;

Χριστίνα Παπαγγελή