The pickup (= τυχαία συνάντηση) είναι ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου, τίτλος που αποδίδει εύστοχα το βασικό και μοιραίο περιστατικό γύρω από το οποίο πλέκεται όλη η υπόθεση, αλλά και η τύχη των πρωταγωνιστών: η «πλούσιας προαστιακής προέλευσης» ιρλανδοεγγλέζα Τζούλι συναντά «τυχαία» τον παράνομο, μουσουλμανικής καταγωγής, Αμπντού (Ιμπραήμ το πραγματικό του όνομα, όπως αποκαλύπτεται παρακάτω) στο συνεργείο αυτοκινήτων όπου δουλεύει ο τελευταίος (καταγόταν μάλλον από την Ινδία ή από τη Μαλαισία: ήταν, όπως κι αυτή, ντόπιος σ’ αυτή τη χώρα όπου κι οι δυο τους γεννήθηκαν απόγονοι από μετανάστες κάποιας εποχής: στη δική της περίπτωση μετανάστες από το Σάλφοκ και το Κάουντι Κορκ, στη δική του από το Γκουτζεράτ ή τις Ανατολικές Ινδίες). Όπως υποδηλώνει ο ελληνικός τίτλος (ανάγλυφες οι προθέσεις του …μεταφραστή), γρήγορα γίνονται εραστές.
Το βιβλίο, όπως και όλα της ακτιβίστριας νοτιοαφρικανής συγγραφέα, είναι βαθύτατα κοινωνικό, μιας και δεν καταγράφει, όπως θα περίμενε κανείς, τις προκαταλήψεις που εξακολουθούν να υπάρχουν στη νοτιοαφρικανική ένωση την μετα-απαρτχάιντ εποχή, αλλά θέτει ευρύτερα ζητήματα ταυτότητας που χαρακτηρίζουν τη σημερινή πολυπολιτισμική κοινωνία. Η Τζούλι ανήκει στη γενιά της χειραφέτησης, της απελευθέρωσης. Παιδί χωρισμένων γονιών, έχοντας ουσιαστικά απαρνηθεί την κοινωνική στήριξη του επιχειρηματία πατέρα της και τον ελιτίστικο κύκλο της μάνας της, ζει απλά, προσπαθώντας να αντισταθεί στις αστικές συνήθειες, κρύβοντας ενίοτε την καταγωγή της, αρνούμενη να ζητήσει βοήθεια από την οικογένειά της όταν χρειάζεται, νιώθοντας ντροπή απέναντι στον Αμπντού για την εύνοια της μοίρας της σε σχέση με τη δική του. Παρέα της οι θαμώνες του «Ελ Έι καφέ», μια ομάδα νεαρών κουλτουριάρηδων που η γνώμη τους απηχεί σα χορικό την «προοδευτική» φωνή της ιδεολογίας των λευκών (να είναι ανοιχτή σε κάθε ανθρώπινη επαφή- αυτό πρέσβευαν η ίδια και οι φίλοι της, σαν αρχή από κείνες που δίνουν αξία στη ζωή). Αυτή η χαλαρή και ανοιχτή ομάδα είναι ο κοινωνικός ιστός της Τζούλι, τα εκλεκτικά της αδέλφια που έχουν αποστασιοποιηθεί από τις οικογένειές τους, είτε αυτές είναι μαύρες είτε λευκές των Προαστίων. Οι φίλοι αυτοί δε γίνονται ποτέ αδιάκριτοι, αυτό αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας τους: «ό, τι κι αν κάνεις, όποιον κι αν ερωτεύεσαι, ό, τι κι α σου συμβεί, ή σε χτυπήσει κατακούτελα, Αδελφέ μου, κανένα πρόβλημα».
Οι φίλοι της Τζούλι υποδέχονται θερμά στην παρέα τον αμίλητο Αμπντού, που δε διαφέρει απ ‘αυτούς μόνο γιατί είναι έγχρωμος, αλλά και γιατί ανήκει στον «κόσμο της χειρωνακτικής εργασίας» (οι φίλοι δε διστάζουν καθόλου να σε ρωτήσουν ποιος είσαι κι από πού έρχεσαι- αυτή είναι η αντίστροφη όψη της μπουρζουά ξενοφοβίας).
Δεν απαρνιέται όμως με το ίδιο πάθος ο Αμπντού τον κόσμο των αστών όπως τον έχει απαρνηθεί η Τζούλι και η παρέα της, γέννημα- θρέμμα αυτής της κοινωνικής τάξης. Τους δικαιολογεί κατά κάποιο τρόπο που απελαύνουν τους λαθρομετανάστες:
- (φίλοι) Είναι τρομακτικό. Απάνθρωπο. Εξευτελιστικό (η απέλαση)
- (Αμπντού) Όχι. Δεν τους βλέπεις κι εσύ όπου και να συχνάζεις; Κάτω από την καφετέρια αγοράζεις κρακ σα να έπαιρνες ένα κουτί σπίρτα, συμμορίες σού αρπάζουν το πορτοφόλι μόλις στρίψεις τη γωνία, υπάρχουν γυναίκες για κάθε γούστο- για ποιους νομίζεις δουλεύουν; Γι αυτούς τους απ’ έξω στους οποίους επιτράπηκε η είσοδος. Πιστεύεις ότι κάνει καλό αυτό στη χώρα σου;
- Εσύ, όμως … εσύ δεν είσαι σαν αυτούς.
- Ισχύει και για μένα ο ίδιος νόμος. Όπως και γι’ αυτούς. Μόνο που αυτοί είναι πιο έξυπνοι, έχουν πιο πολλά λεφτά – για να πληρώσουν.
Είναι ίσως η πρώτη φορά όπου διαφαίνεται το ιδεολογικό χάσμα. Το χάσμα αυτό αρχικά φαίνεται να το βιώνει περισσότερο ο σιωπηλός κι εσωστρεφής Αμπντού, που παρακολουθεί αμίλητος και δε συμμετέχει. Δε συμμετέχει π.χ. στη συλλογική συμπαράσταση στον Ραλφ, που μαθαίνει ότι έχει AIDS, κι ο κύκλος των φίλων σπεύδει να ενθαρρύνει (μια διάθεση ψεύτικου θάρρους κυριεύει το Τραπέζι. Άλλωστε, αυτό που έτυχε σ’ έναν δικό τους θα το αντιμετωπίσουν εναλλακτικά, και όχι με την αποστροφη ή με την εμετική συμπόνια του σύμπαντος. Εκείνοι θα έχουν πάντα τη λύση – στο πνευματικό επίπεδο- αν όχι τη γιατρειά).
- Ξέρω, άκουσα. Οι φίλοι σου μπορούν να γελάνε με όλα.
Παρόλ’ αυτά, η ερωτική και σεξουαλική σχέση, που περιγράφεται κάπως ιμπρεσιονιστικά, φαίνεται να απορροφά αυτούς τους κραδασμούς. Ακόμα κι όταν ο Αμπντού επιμένει να γνωρίσει τον πατέρα- μεγαλοεπιχειρηματία και η Τζούλι διστάζει νιώθοντας ντροπή όχι για τον εραστή της, όπως θα περίμενε κάποιος του περιβάλλοντός της αλλά για τον πατέρα και τον κύκλο του. Ντρέπεται για τους γονείς της – εκείνος νομίζει ότι ντρέπεται γι’ αυτόν. Αφουγκράζεται την ντροπή της που ντρέπεται γι’ αυτούς: την ντροπή της που εκείνος είδε τι ήταν κάποτε, τι είναι ακόμα. Ακόμα και τότε όμως, την ένταση την απορροφά ο ήρεμος, σταθερός έρωτας.
Ώσπου συμβαίνει ένα δεύτερο μοιραίο περιστατικό: έρχεται ειδοποίηση ότι ο Αμπντού πρέπει να απελαθεί, είναι παράνομος. Και είναι μοιραίο γιατί δρα καταλυτικά ώστε να διαφανούν οι διαφορές: οι προαστιακής προέλευσης φίλοι κινητοποιούνται και ψάχνουν εναλλακτικές λύσεις, ώσπου πέφτει η ερώτηση- βόμβα του Αμπντού:
-Γιατί προτιμάς αυτούς τους φίλους από την οικογένειά σου;
Μια νέα σύγκρουση αρχίζει και παίρνει σάρκα και οστά: η Τζούλι αδυνατεί να κατανοήσει την εκτίμηση που τρέφει ο Αμπντού για τον κύκλο των δικών της (πώς είναι δυνατόν να τους θαυμάζει εκείνους τους προέδρους διοικητικών συμβουλίων του πατέρα της, τους Διαχειριστές των Κεφαλαίων, Διευθυντές-Αράχνες στο κέντρο των ιστοσελίδων που στήνουν τις αγορές;)
Οι προσπάθειες να βρεθούν λύσεις ατελέσφορες, σπρώχνουν τη Τζούλι στη λύση που θα έβρισκε κάθε άτομο που, όπως την είχε δει εξαρχής ο Αμπντού, είχε ένα ύφος λες και ήταν έτοιμη να κάνει προτάσεις, πάντοτε βρίσκονται λύσεις στο περιβάλλον από το οποίο προέρχεται. Αποφασίζει να πάει μαζί του! Στην πατρίδα του, στην οικογένειά του! Η σειρά του Αμπντού να νιώσει πίεση, άγχος:
Η ιδέα της είναι τελείως ανέφικτη. Τι θα μπορούσε να κάνει εκεί; Τι θα πρέπει να κάω εγώ μ’ αυτήν μαζί; ΕΚΕΙ. Δεν είναι για μένα, δε μπορεί να το καταλάβει αυτό; είναι πολύ εγωίστρια και κακομαθημένη για να χωνέψει ότι αυτό ακριβώς είναι, πιστεύει ότι μπορεί να’ χει τα πάντα, δεν ξέρει ότι το μόνο πράγμα που δεν είναι σε θέση να έχει είναι να επιζήσει αυτού που αποφάσισε ότι θέλει τώρα. Τρέλα. Τρέλα.
Η ένταση των συναισθημάτων εκατέρωθεν δίνεται αριστοτεχνικά από την συγγραφέα, σαν ένα εσωτερικό διάλογο, ασύνδετο και υπαινικτικό.
Κι όμως, γρήγορα ο Αμπντού καταλαβαίνει ότι η ανάποδη όψη αυτής της τρέλας είναι η αγάπη, η αφοσίωση. Η γυναίκα του (γιατί …παντρεύονται για λόγους ευνόητους) τον ακολουθεί στη χώρα του, δένεται σιγά σιγά με την πολυπληθή του οικογένεια και προσαρμόζεται σ’ έναν κόσμο ολότελα ξένο απ’ όσα γνώριζε μέχρι τώρα. Με ρυθμούς προσαρμοσμένους στη νωχέλεια της ερήμου, μαθαίνει να καρτερεί και να διαλογίζεται (εδώ, σε αυτό το χωριό που ήταν τόπος του, διαμορφωνόταν μια άλλη αντίληψη του εαυτού της). Δε φαίνεται να συμμερίζεται τις άπειρες προσπάθειες του Ιμπραήμ –τώρα έχει το πραγματικό του όνομα- να μεταναστεύσει στο εξωτερικό. Όταν εκείνος αρνείται την πολύ δελεαστική πρόταση του θείου του για δουλειά, εκείνη προσπαθεί να τον μεταπείσει. Θέλει να καλλιεργήσει …ορυζώνα (άλλη μια περιπέτεια που είχε επινοήσει η άγνοια του πλουσιοκόριτσου;). Κι όταν πια, εκείνος καταφέρνει να κλείσει ως και εισιτήρια για την Αμερική, δυο μέρες πριν το μεγάλο ταξίδι, η απόφαση της Τζούλι είναι ξαφνική και αμετάκλητη και πέφτει σαν κεραμίδα στον Ιμπραήμ και στους δικούς του: όχι να γυρίσει στην πατρίδα της αλλά να μείνει πίσω, στη δική του οικογένεια…
… η σύγχυση δημιουργεί βόμβο στα αυτιά του. Ποια σύγχυση όμως; Δεν υπάρχει καμιά σύγχυση. Έπρεπε να το ξέρω. Είναι σα κι εμένα, σαν κι εμένα, δεν θέλει να γυρίσει εκεί όπου ανήκει. Όπου οι άλλοι της λένε ότι ανήκει. Ψάχνει για άλλη πατρίδα.
Το βιβλίο, όπως και όλα της ακτιβίστριας νοτιοαφρικανής συγγραφέα, είναι βαθύτατα κοινωνικό, μιας και δεν καταγράφει, όπως θα περίμενε κανείς, τις προκαταλήψεις που εξακολουθούν να υπάρχουν στη νοτιοαφρικανική ένωση την μετα-απαρτχάιντ εποχή, αλλά θέτει ευρύτερα ζητήματα ταυτότητας που χαρακτηρίζουν τη σημερινή πολυπολιτισμική κοινωνία. Η Τζούλι ανήκει στη γενιά της χειραφέτησης, της απελευθέρωσης. Παιδί χωρισμένων γονιών, έχοντας ουσιαστικά απαρνηθεί την κοινωνική στήριξη του επιχειρηματία πατέρα της και τον ελιτίστικο κύκλο της μάνας της, ζει απλά, προσπαθώντας να αντισταθεί στις αστικές συνήθειες, κρύβοντας ενίοτε την καταγωγή της, αρνούμενη να ζητήσει βοήθεια από την οικογένειά της όταν χρειάζεται, νιώθοντας ντροπή απέναντι στον Αμπντού για την εύνοια της μοίρας της σε σχέση με τη δική του. Παρέα της οι θαμώνες του «Ελ Έι καφέ», μια ομάδα νεαρών κουλτουριάρηδων που η γνώμη τους απηχεί σα χορικό την «προοδευτική» φωνή της ιδεολογίας των λευκών (να είναι ανοιχτή σε κάθε ανθρώπινη επαφή- αυτό πρέσβευαν η ίδια και οι φίλοι της, σαν αρχή από κείνες που δίνουν αξία στη ζωή). Αυτή η χαλαρή και ανοιχτή ομάδα είναι ο κοινωνικός ιστός της Τζούλι, τα εκλεκτικά της αδέλφια που έχουν αποστασιοποιηθεί από τις οικογένειές τους, είτε αυτές είναι μαύρες είτε λευκές των Προαστίων. Οι φίλοι αυτοί δε γίνονται ποτέ αδιάκριτοι, αυτό αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας τους: «ό, τι κι αν κάνεις, όποιον κι αν ερωτεύεσαι, ό, τι κι α σου συμβεί, ή σε χτυπήσει κατακούτελα, Αδελφέ μου, κανένα πρόβλημα».
Οι φίλοι της Τζούλι υποδέχονται θερμά στην παρέα τον αμίλητο Αμπντού, που δε διαφέρει απ ‘αυτούς μόνο γιατί είναι έγχρωμος, αλλά και γιατί ανήκει στον «κόσμο της χειρωνακτικής εργασίας» (οι φίλοι δε διστάζουν καθόλου να σε ρωτήσουν ποιος είσαι κι από πού έρχεσαι- αυτή είναι η αντίστροφη όψη της μπουρζουά ξενοφοβίας).
Δεν απαρνιέται όμως με το ίδιο πάθος ο Αμπντού τον κόσμο των αστών όπως τον έχει απαρνηθεί η Τζούλι και η παρέα της, γέννημα- θρέμμα αυτής της κοινωνικής τάξης. Τους δικαιολογεί κατά κάποιο τρόπο που απελαύνουν τους λαθρομετανάστες:
- (φίλοι) Είναι τρομακτικό. Απάνθρωπο. Εξευτελιστικό (η απέλαση)
- (Αμπντού) Όχι. Δεν τους βλέπεις κι εσύ όπου και να συχνάζεις; Κάτω από την καφετέρια αγοράζεις κρακ σα να έπαιρνες ένα κουτί σπίρτα, συμμορίες σού αρπάζουν το πορτοφόλι μόλις στρίψεις τη γωνία, υπάρχουν γυναίκες για κάθε γούστο- για ποιους νομίζεις δουλεύουν; Γι αυτούς τους απ’ έξω στους οποίους επιτράπηκε η είσοδος. Πιστεύεις ότι κάνει καλό αυτό στη χώρα σου;
- Εσύ, όμως … εσύ δεν είσαι σαν αυτούς.
- Ισχύει και για μένα ο ίδιος νόμος. Όπως και γι’ αυτούς. Μόνο που αυτοί είναι πιο έξυπνοι, έχουν πιο πολλά λεφτά – για να πληρώσουν.
Είναι ίσως η πρώτη φορά όπου διαφαίνεται το ιδεολογικό χάσμα. Το χάσμα αυτό αρχικά φαίνεται να το βιώνει περισσότερο ο σιωπηλός κι εσωστρεφής Αμπντού, που παρακολουθεί αμίλητος και δε συμμετέχει. Δε συμμετέχει π.χ. στη συλλογική συμπαράσταση στον Ραλφ, που μαθαίνει ότι έχει AIDS, κι ο κύκλος των φίλων σπεύδει να ενθαρρύνει (μια διάθεση ψεύτικου θάρρους κυριεύει το Τραπέζι. Άλλωστε, αυτό που έτυχε σ’ έναν δικό τους θα το αντιμετωπίσουν εναλλακτικά, και όχι με την αποστροφη ή με την εμετική συμπόνια του σύμπαντος. Εκείνοι θα έχουν πάντα τη λύση – στο πνευματικό επίπεδο- αν όχι τη γιατρειά).
- Ξέρω, άκουσα. Οι φίλοι σου μπορούν να γελάνε με όλα.
Παρόλ’ αυτά, η ερωτική και σεξουαλική σχέση, που περιγράφεται κάπως ιμπρεσιονιστικά, φαίνεται να απορροφά αυτούς τους κραδασμούς. Ακόμα κι όταν ο Αμπντού επιμένει να γνωρίσει τον πατέρα- μεγαλοεπιχειρηματία και η Τζούλι διστάζει νιώθοντας ντροπή όχι για τον εραστή της, όπως θα περίμενε κάποιος του περιβάλλοντός της αλλά για τον πατέρα και τον κύκλο του. Ντρέπεται για τους γονείς της – εκείνος νομίζει ότι ντρέπεται γι’ αυτόν. Αφουγκράζεται την ντροπή της που ντρέπεται γι’ αυτούς: την ντροπή της που εκείνος είδε τι ήταν κάποτε, τι είναι ακόμα. Ακόμα και τότε όμως, την ένταση την απορροφά ο ήρεμος, σταθερός έρωτας.
Ώσπου συμβαίνει ένα δεύτερο μοιραίο περιστατικό: έρχεται ειδοποίηση ότι ο Αμπντού πρέπει να απελαθεί, είναι παράνομος. Και είναι μοιραίο γιατί δρα καταλυτικά ώστε να διαφανούν οι διαφορές: οι προαστιακής προέλευσης φίλοι κινητοποιούνται και ψάχνουν εναλλακτικές λύσεις, ώσπου πέφτει η ερώτηση- βόμβα του Αμπντού:
-Γιατί προτιμάς αυτούς τους φίλους από την οικογένειά σου;
Μια νέα σύγκρουση αρχίζει και παίρνει σάρκα και οστά: η Τζούλι αδυνατεί να κατανοήσει την εκτίμηση που τρέφει ο Αμπντού για τον κύκλο των δικών της (πώς είναι δυνατόν να τους θαυμάζει εκείνους τους προέδρους διοικητικών συμβουλίων του πατέρα της, τους Διαχειριστές των Κεφαλαίων, Διευθυντές-Αράχνες στο κέντρο των ιστοσελίδων που στήνουν τις αγορές;)
Οι προσπάθειες να βρεθούν λύσεις ατελέσφορες, σπρώχνουν τη Τζούλι στη λύση που θα έβρισκε κάθε άτομο που, όπως την είχε δει εξαρχής ο Αμπντού, είχε ένα ύφος λες και ήταν έτοιμη να κάνει προτάσεις, πάντοτε βρίσκονται λύσεις στο περιβάλλον από το οποίο προέρχεται. Αποφασίζει να πάει μαζί του! Στην πατρίδα του, στην οικογένειά του! Η σειρά του Αμπντού να νιώσει πίεση, άγχος:
Η ιδέα της είναι τελείως ανέφικτη. Τι θα μπορούσε να κάνει εκεί; Τι θα πρέπει να κάω εγώ μ’ αυτήν μαζί; ΕΚΕΙ. Δεν είναι για μένα, δε μπορεί να το καταλάβει αυτό; είναι πολύ εγωίστρια και κακομαθημένη για να χωνέψει ότι αυτό ακριβώς είναι, πιστεύει ότι μπορεί να’ χει τα πάντα, δεν ξέρει ότι το μόνο πράγμα που δεν είναι σε θέση να έχει είναι να επιζήσει αυτού που αποφάσισε ότι θέλει τώρα. Τρέλα. Τρέλα.
Η ένταση των συναισθημάτων εκατέρωθεν δίνεται αριστοτεχνικά από την συγγραφέα, σαν ένα εσωτερικό διάλογο, ασύνδετο και υπαινικτικό.
Κι όμως, γρήγορα ο Αμπντού καταλαβαίνει ότι η ανάποδη όψη αυτής της τρέλας είναι η αγάπη, η αφοσίωση. Η γυναίκα του (γιατί …παντρεύονται για λόγους ευνόητους) τον ακολουθεί στη χώρα του, δένεται σιγά σιγά με την πολυπληθή του οικογένεια και προσαρμόζεται σ’ έναν κόσμο ολότελα ξένο απ’ όσα γνώριζε μέχρι τώρα. Με ρυθμούς προσαρμοσμένους στη νωχέλεια της ερήμου, μαθαίνει να καρτερεί και να διαλογίζεται (εδώ, σε αυτό το χωριό που ήταν τόπος του, διαμορφωνόταν μια άλλη αντίληψη του εαυτού της). Δε φαίνεται να συμμερίζεται τις άπειρες προσπάθειες του Ιμπραήμ –τώρα έχει το πραγματικό του όνομα- να μεταναστεύσει στο εξωτερικό. Όταν εκείνος αρνείται την πολύ δελεαστική πρόταση του θείου του για δουλειά, εκείνη προσπαθεί να τον μεταπείσει. Θέλει να καλλιεργήσει …ορυζώνα (άλλη μια περιπέτεια που είχε επινοήσει η άγνοια του πλουσιοκόριτσου;). Κι όταν πια, εκείνος καταφέρνει να κλείσει ως και εισιτήρια για την Αμερική, δυο μέρες πριν το μεγάλο ταξίδι, η απόφαση της Τζούλι είναι ξαφνική και αμετάκλητη και πέφτει σαν κεραμίδα στον Ιμπραήμ και στους δικούς του: όχι να γυρίσει στην πατρίδα της αλλά να μείνει πίσω, στη δική του οικογένεια…
… η σύγχυση δημιουργεί βόμβο στα αυτιά του. Ποια σύγχυση όμως; Δεν υπάρχει καμιά σύγχυση. Έπρεπε να το ξέρω. Είναι σα κι εμένα, σαν κι εμένα, δεν θέλει να γυρίσει εκεί όπου ανήκει. Όπου οι άλλοι της λένε ότι ανήκει. Ψάχνει για άλλη πατρίδα.
Χριστίνα Παπαγγελή
Καλο βιβλιο,πρωτοτυπο,σφιχτοδεμενη γραφη,καλη αντιμετωπιση του ρατσισμου ως κοινωνικη μαστιγα.Το συστηνω ανεπιφυλακτα
ΑπάντησηΔιαγραφή