Δευτέρα, Ιουνίου 22, 2009

Το νησί, Βικτόρια Χίσλοπ

Ένα χορταστικό μυθιστόρημα για …ξεκούραση, για καλοκαίρι, για μαμάδες, για γιαγιάδες· με αρχή- μέση – τέλος, χαρακτήρες, συναισθηματικό σασπένς · στα όρια κάπως του «εμπορικού» βιβλίου, αλλά κατά τη γνώμη μου αξιοπρεπές, χωρίς δηλαδή να ξεπέφτει στις παραχωρήσεις του «αγοραίου».
Το «νησί» είναι η Σπιναλόγκα, κι εδώ έγκειται και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μέσα από τους συμπαθητικούς κεντρικούς ήρωες αναφαίνεται αυτή η ιδιαίτερη πτυχή της ελληνικής ιστορίας των μέσων του 20ου αι., η ιδιόμορφη κοινωνία που αναπτύχθηκε στο νησί αυτό των βορείων παραλίων της Κρήτης όπου έστελναν όσους έπασχαν από λέπρα από τις αρχές του 20ου αι. μέχρι το 1957, οπότε ανακαλύφθηκε η θεραπεία.
Δυο χρονικά επίπεδα βλέπουμε στο βιβλίο. Το 2001 η Αλέξις (ελληνικής καταγωγής από Αγγλία) επισκέπτεται την Κρήτη με τον αρραβωνιαστικό της και, παρακινημένη από τη σιωπή της μητέρας της σχετικά με το παρελθόν και την καταγωγή της, αναζητά τη φίλη της γιαγιάς της, τη Φωτεινή. Εκείνη αναλαμβάνει να της αφηγηθεί την ιστορία της προγιαγιάς της, της γιαγιάς της Άννας και της αδερφής της τελευταίας που είναι και η βασική πρωταγωνίστρια, της Μαρίας. ‘Ετσι, ξεκινά μια εγκιβωτισμένη αφήγηση που μας γυρίζει πίσω, στην περίοδο όπου η λέπρα θέριζε, κι έστελνε –απ’ όλη την Ελλάδα- τα θύματά της στη Σπιναλόγκα.
Αυτό που προοικονομείται κι αναδεικνύεται στη συνέχεια μέσα από την αφήγηση της Φωτεινής, είναι ότι οι άνθρωποι που έζησαν εκεί έκαναν κάτι περισσότερο από το να κάθονται και να λυπούνται τον εαυτό τους. Μια ολόκληρη κοινωνία στήνεται σιγά σιγά από ανθρώπους σε οριακή κατάσταση που η μόνη τους ελπίδα είναι να στηρίζει ο ένας τον άλλον. Παράλληλα, παρακολουθούμε από κοντά το δράμα της προγιαγιάς που αφήνει τα δυο κορίτσια της προσβεβλημένη από αρρώστια βαριάς μορφής, καθώς και τους αντίθετους χαρακτήρες των δυο κοριτσιών. Η σκιαγράφηση της φιλόδοξης Άννας και του Μανόλη θυμίζει τους νατουραλιστικούς ήρωες του Καραγάτση, παραδομένους στα ένστικτα και στα πάθη τους, ενώ η Μαρία είναι πιο «χαμηλών» τόνων. Πάθη παράφορα, έντονα συναισθήματα και μεταπτώσεις, αφ ης στιγμής προσβάλλεται και η Μαρία από την αρρώστια (ενώ είναι έτοιμη ν αρραβωνιαστεί το Μανόλη, με τον οποίο είναι μοιραία ερωτευμένη η … Άννα)!
Ωστόσο, λίγο καιρό μετά την άφιξή της στο νησί, η Μαρία γνώριζε με απόλυτη βεβαιότητα ότι ο Μανόλης δεν ήταν παθιασμένα ερωτευμένος μ’ αυτήν, αλλά με την ιδέα ότι ήταν παθιασμένα ερωτευμένος. Αυτό είναι και το πιο δυνατό σημείο του βιβλίου, και το μόνο που σημείωσα ως γραφή.
Αιφνιδιάζει ευχάριστα επίσης η άρνηση του γιατρού –αρχικά- να παντρευτεί τη γιατρεμένη Μαρία όταν πια άδειασε η Σπιναλόγκα, κάτι που «έσωσε» το βιβλίο από το να γίνει "εύκολα προβλέψιμο". Παρόλ' αυτά, ο αναγνώστης που ταυτίζεται συνήθως σ' αυτές τις ιστορίες, κλείνει το βιβλίο ...ευχαριστημένος!

Δευτέρα, Ιουνίου 08, 2009

Η σπηλιά, Ζοζέ Σαραμάγκου

Ένα καταπληκτικό βιβλίο για όποιον είναι εξοικειωμένος με το πολύ ιδιαίτερο ύφος του Σαραμάγκου, αλλά ίσως και το πιο πρόσφορο για να ξεκινήσει κανείς να προσεγγίζει τον ιδιότυπο αυτόν συγγραφέα.
Πρωταγωνιστής είναι ένας ηλικιωμένος κεραμοποιός που ζει με την κόρη του σ’ ένα «παραδοσιακό» σπίτι, κοντά σ’ ένα σύγχρονο εμπορικό Κέντρο, που κατονομάζεται με το συμβολικό όνομα «Κέντρο». Η πλοκή είναι απλή: ο κεραμοποιός παραδίδει μια φορά τη βδομάδα πιατικά και κεραμικά στο Κέντρο για να πουληθούν, αλλά κάποια μοιραία στιγμή αρνούνται πια οι έμποροι ν’ αγοράσουν τα βαριά κι εύθραυστα σκεύη, γιατί προτιμούν τα πλαστικά, φτηνά και βιομηχανοποιημένα. Τότε η κόρη του σκέφτεται να φτιάξουν πήλινες κούκλες, η αγορά δέχεται, αρχίζουν να φτιάχνουν μια υπεράριθμη ποσότητα, τελικά δεν προχωρά η δουλειά κι αναγκάζεται ο ήρωάς μας να παραιτηθεί. Τέλος, ο γαμπρός του ορίζεται φύλακας στο κέντρο και παρασύρει όλη την οικογένεια στο γιγαντιαίο εμπορικό οικοδόμημα.
Σαφώς δεν έχει τόση σημασία η απλή και συμβολική αυτή υπόθεση, όσο το βάθος: τα συναισθήματα, οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, ανθρώπων και πραγμάτων, οι οπτικές γωνίες. Η σχέση του ανθρώπου με το χρόνο και τον «πολιτισμό», με την προσωπική δημιουργία και με την «αγορά».
Όπως υπαγορεύει και το «στυλ» του Σαραμάγκου, οι διάλογοι καταγράφονται σαν παραλήρημα, χωρίς παύλες και παραγράφους, διακόπτονται από ένα κόμμα, ενώ ενδιάμεσα παρεμβάλλονται οι μύχιες σκέψεις των ηρώων αλλά και του συγγραφέα-παρατηρητή. Ο παντογνώστης συγγραφέας είναι διαρκώς παρών, αλλά δεν ερμηνεύει, δεν κάνει παρεκβάσεις του συνηθισμένου τύπου, είναι παρούσα η «ματιά» του. Όλα έχουν νόημα και ουσία, καμιά φράση δε φαίνεται να είναι περιττή, αν και θα περίμενε κανείς μια τέτοια λιτή υπόθεση να αναπτύσσεται φλύαρα εφόσον πρόκειται για ένα βιβλίο περίπου 350 σελίδων. Δεν μπορείς να διαβάσεις τον Σαραμάγκου «διαγωνίως», όπως κάνουμε σε άλλα βιβλία όπου η σκέψη αφαιρείται πού και πού, αλλά μπορούμε και παρακολουθούμε τον βασικό κορμό. Η γραφή του σου επιβάλλει ένα ρυθμό, κάπως πιο αργό αλλά πολύ μεστό. Παρόλο που οπτικά (συνεχές κείμενο, χωρίς παραγράφους, χωρίς τελείες) σου δίνει την εντύπωση ότι θα διαβάσεις περιγραφές και στοχασμούς, τα συναισθήματα και οι σκέψεις δεν προβάλλονται σε πρώτο πλάνο, δεν υπογραμμίζονται, αλλά διαφαίνονται μέσα από λόγια και πράξεις.
Αν μπορούσα, θα τα’ αντέγραφα όλο· όποια σελίδα και ν’ ανοίξω, κάθε φράση που διαβάζω έχει κάτι μοναδικό:
Σελ. 13:
Ο γαμπρός του είναι ένας συμπαθητικός νεαρός, χωρίς αμφιβολία, μα είναι νευρικός, απ’ αυτούς τους εκ γενετής ανήσυχους που πάντα αδημονούν με το χρόνο, ακόμα κι όταν τους περισσεύει, οπότε δεν ξέρουν τι να βάλουν μέσα, μέσα στο χρόνο εννοούμε (…)
Σελ. 26:
Έχετε πρόβλημα, θέλετε βοήθεια, να δώσω ένα σπρωξιματάκι, μπορεί να είναι η μπαταρία. Κι αφού κι οι πιο δυνατές ψυχές έχουν στιγμές ακαταμάχητης αδυναμίας, τότε δηλαδή που το σώμα δεν καταφέρνει να φερθεί με τη συστολή και τη διακριτικότητα που χρόνια ολόκληρα του δίδασκε το πνεύμα, γιατί να μας παραξενέψει που η προσφορά βοήθειας, προερχόμενη μάλιστα από έναν άνθρωπο με κοψιά κοινού σαλταδόρου, άγγιξε την πιο ευαίσθητη χορδή του Σιπριάνο Αλγκόφ σε σημείο ν’ ανέβει ένα δάκρυ στην άκρη του ματιού του (…) μ’ αυτό (…) θέλουμε να πούμε πως θα ξέραμε πολύ περισσότερα για τις περιπλοκές της ανθρώπινης ζωής αν στρωνόμασταν να μελετήσουμε με επιμονή τις αντιφάσεις της αντί να χάνουμε τόσο καιρό με τις ταυτότητες και τις συνοχές, γιατί αυτές είναι υποχρεωμένες να εξηγούνται από μόνες τους.
Σελ.31:
Παρατήρησε τον εαυτό του στο καθρέφτη, δεν βρήκε καμιά επιπλέον ρυτίδα στο πρόσωπο, Την έχω σίγουρα μέσα μου, σκέφτηκε.
Σελ.34:
Δεν είμαι σε ηλικία για ελπίδες, Μαρσάλ, χρειάζομαι βεβαιότητες, και μάλιστα άμεσες, που δεν περιμένουν μέχρι το αύριο, που ίσως να μην είναι δικό μου.
Σελ.203:
Αγαπημένη μου κόρη, πολύ πιθανόν η απερισκεψία να είναι για τους νέους καθήκον, για τους γέρους όμως είναι ένα απολύτως σεβαστό δικαίωμα.

Όλη η υπόθεση του γιγαντιαίου Κέντρου που καταπίνει τη φυσική ζωή και αλλοτριώνει την προσωπικότητα, είναι μια αλληγορία που παραπέμπει κατευθείαν στην αλληγορία του σπηλαίου, του Πλάτωνα. Άλλωστε, το motto της αρχής είναι:

-Πόσο περίεργη η σκηνή που περιγράφεις
Και τι περίεργοι φυλακισμένοι,
-Όμοιοι μ΄εμάς
.

(Πλάτων, Πολιτεία, Βιβλίο Ζ΄)
Σ’ όλα τα βιβλία του Σαραμάγκου μπορεί κανείς ν’ ανιχνεύσει το αλληγορικό στοιχείο, κάπως «μακροσκοπικά». Ενώ δηλαδή εστιάζει πολύ στη λεπτομέρεια, και μάλιστα την αφανή, δυσδιάκριτη λεπτομέρεια, ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι στο σύνολό της η υπόθεση είχε μια βαθιά αλληγορική σημασία. Δεν υπογραμμίζει όμως (σύνηθες στον αλληγορικό λόγο), δε διδάσκει, δεν διακηρύσσει ο συγγραφέας. Είναι πάντα παρών, σαν ένας γέρος που αφηγείται σε ακροατήριο και παραθέτει εικόνες, χρωματίζοντας τες με τη δική του ματιά.
Έτσι και δω, όταν πια παρακολουθείς την τραγική σκηνή όπου ο συμπαθής και ταπεινός Σ. Αλγκόρ αποφασίζει να μην πετάξει τα άχρηστα πια πιατικά, αλλά τα κουβαλάει προσεκτικά και τα φυλάει στη σπηλιά, νιώθεις ότι όλο το βιβλίο γράφτηκε για να αναδείξει αυτή την εικόνα (σελ 161):
Θα, ναι λοιπόν γελοίος, σε ύψιστο βαθμό, τούτος ο Σ. Αλγκόρ που εξαντλεί τον εαυτό του κατεβαίνοντας αιωρούμενος στη σπηλιά κουβαλώντας στα χέρια του τα ανεπιθύμητα πιατικά αντί να τα πετάξει απλώς από πάνω στη τύχη και να τα μετατρέψει in continenti σε θρύψαλα, όπως υποτιμητικά τα ταξινόμησε όταν περιέγραψε στην κόρη του τη διαδικασία και τα επεισόδια της τραυματικής επιχείρησης της εκκένωσης (…). Αρκεί να δει κανείς με πόση προσοχή εναποθέτει στο χώμα τα διαφορετικά κομμάτια κεραμικών, πώς τα τακτοποιεί ανά οικογένεια, πώς τα στοιβάζει, όταν αυτό είναι εφικτό και σώφρον, αρκεί να δούμε την καταγέλαστη σκηνή που μας προσφέρεται για να επιβεβαιώσουμε πως δεν έσπασε ούτε ένα πιάτο, ότι κανένα χερούλι φλιτζανιού δεν κόπηκε, καμιά τσαγέρα δεν έμεινε χωρίς στόμιο. (+++)

Μια εικόνα απ' αυτές που σημαίνουν όσα δε λένε χίλιες λέξεις...